Κεντρική Σελίδα
 Ενδυνάμωση





Μεταφράσεις:

'العربية / al-ʿarabīyah
Bahasa Indonesia
বাংলা / Baṅla
Català
中文 / Zhōngwén
English
Filipino/Tagalog
Français
Galego
Ελληνικά / Elliniká
हिन्दी / hindī
Italiano
日本語 / Nihongo
Polszczyzna
Português
Română
Српски / Srpski
Tiếng Việt
Türkçe
اردو / Urdu

                                        

Άλλες σελίδες:

Ενότητες

Χάρτης Σελίδας

Λέξεις Κλειδιά

Επικοινωνία

Βοηθητικά Έγγραφα

Χρήσιμοι Σύνδεσμοι


μετάφραση Μαρία Μαυροπούλου

Κοι`νό´τη`τα

Ορισμός

Ουσιαστικό

  1. κοινότητα - μία ομάδα ανθρώπων που ζει σε μια συγκεκριμένη τοπική περιοχή, "η ομάδα απαρτίζεται από όλα τα μέρη της κοινότητας"


  2. συνάθροιση, συγκέντρωση - μια ομάδα ατόμων που βρίσκονται μαζί, σε ένα μέρος

    ενορία - μια τοπική εκκλησιαστική κοινότητα

    κοινότητα ομιλίας - οι άνθρωποι μοιράζονται μια συγκεκριμένη γλώσσα ή διάλεκτο

    γειτονιά - άνθρωποι που ζουν κοντά σε έναν άλλο άνθρωπο, "είναι μια φιλική γειτονιά", "η γειτονιά μου ψήφισε Μπους"

    μικρή πόλη, χωριό, οικισμός - μια κοινότητα ανθρώπων μικρότερη από μία πόλη

    σταυροδρόμια, οικισμός - μια κοινότητα ανθρώπων μικρότερη από το ένα χωριό

    ορδή - μια νομαδική κοινότητα

  3. κοινότητα - μία ομάδα ανθρώπων με κοινά εθνικά, πολιτιστικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά, "η χριστιανική κοινότητα των αποστολικών χρόνων"; "ήταν καλά γνωστός μέσα στην καθολική κοινότητα"


  4. άνθρωποι - (πληθυντικός) οποιαδήποτε συλλογική ομάδα ανθρώπων (άνδρες ή γυναίκες ή παιδιά), "ηλικιωμένοι άνθρωποι", "ήταν το λιγότερο 200 άνθρωποι στο κοινό"

    μοναστήρι - μια κοινότητα ανθρώπων σε μια θρησκευτική σειρά (κυρίως καλόγριες) που ζουν μαζί

    οίκος - τα μέλη μιας θρησκευτικής κοινότητας που ζουν μαζί

    Έθνους του Ισλάμ, ισλαμική Ummah (=αραβική λέξη που σημαίνει κοινότητα/έθνος), μουσουλμανική Ummah, Umma, Ummah - η μουσουλμανική κοινότητα ή άτομα, που θεωρούνται ότι εκτείνονται από τη Μαυριτανία ως το Πακιστάν, "Οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι παροτρύνουν την Ummah να απορρίψει την τρομοκρατία των ριζοσπαστικών μουσουλμάνων"

  5. κοινότητα - κοινή ιδιοκτησία, "συμμερίζονταν μια κοινότητα αποκτημάτων"


  6. ιδιοκτησία - η σχέση ενός ιδιοκτήτη με το αντικείμενο που κατέχει, κατοχή με το δικαίωμα μεταφοράς της ιδιοκτησίας σε άλλους

  7. κοινότητα - μία ομάδα εθνών που έχουν κοινά ενδιαφέροντα, "έλπιζαν να ενταχθούν στην κοινότητα του ΝΑΤΟ"


  8. παγκόσμια οργάνωση, διεθνής οργανισμός, οργάνωση - μια διεθνής συμμαχία που εμπλέκει πολλές διαφορετικές χώρες

  9. κοινότητα - ένα επαγγελματικό σώμα ανθρώπων - "η είδηση εξαπλώθηκε γρήγορα μέσω της ιατρικής κοινότητας"


  10. επάγγελμα

    νομική κοινότητα, νομικό επάγγελμα, δικηγορία - επαγγελματικό σώμα ατόμων που έχουν τα προσόντα να ασκούν το νόμο σε συγκεκριμένα όρια δικαιοδοσίας, "έγινε δεκτός να δικηγορεύσει στο New Jersey"

    επάγγελμα υγείας - επαγγελματικό σώμα ατόμων, των οποίων η εργασία βοηθά στη διατήρηση της υγείας των πελατών τους

    επιχειρηματική κοινότητα, επιχειρηματίες - το σώμα των ατόμων που διαχειρίζονται επιχειρήσεις

    κοινότητα υποτρόφων - το σώμα των ατόμων που έχουν υψηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις

    οικονομικό επάγγελμα - το σώμα των επαγγελματιών οικονομολόγων

    ιερατείο - το σύνολο των χειροτονημένων θρησκευτικών επαγγελματιών

    επαγγελματική ομάδα, λειτούργημα - ένα σύνολο ανθρώπων που κάνουν το ίδιο είδος εργασίας

  11. κοινότητα - συμφωνία ως προς τους στόχους, "οι ιεροκήρυκες και οι λαθρέμποροι βρήκαν ότι είχαν κοινά συμφέροντα"


  12. κοινά συμφέροντα

    σύμπνοια, συμφωνία - αρμονία στις απόψεις, στις δράσεις ή στους χαρακτήρες των ανθρώπων, "οι δύο πλευρές ήρθαν σε συμφωνία"

  13. κοινότητα - μια περιοχή όπου ζουν άνθρωποι και που καταλαμβάνεται κυρίως από ιδιωτικές κατοικίες


  14. κατοικημένη περιοχή, κατοικημένη συνοικία

    ανάπτυξη στέγασης - μια κατοικημένη περιοχή παρόμοιων κατοικιών που έχει κατασκευαστεί από παράγοντες ιδιοκτησίας και οικιστικής ανάπτυξης και συνήθως υπό ενιαία διαχείριση, "ζουν σε μια νέα ανάπτυξη κατοικιών"

    ακίνητη περιουσία - μια κατοικημένη περιοχή, όπου τα σπίτια σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν κατά την ίδια χρονική στιγμή

    συνοικία, εδαφική κυριαρχία, έδαφος, εξουσία - μια περιοχή που έχει χαραχτεί για διοικητικούς ή άλλους σκοπούς

    μεσοαστική περιοχή κατοικιών - μια κατοικημένη περιοχή της πόλης μακριά από την κεντρική εμπορική περιοχή

    προάστιο, προαστιακή περιοχή, προάστια - κατοικημένη συνοικία που βρίσκεται στα προάστια της πόλης

    εκτός πόλης - κατοικημένη περιοχή εκτός της πόλης και πέρα από τα προάστια

    φθηνή περιοχή - μια κατοικημένη περιοχή που καταλαμβάνεται κυρίως με φθηνά σπίτια

    πολυάνθρωπο κτίριο - μια υπερπληθής περιοχή κατοικιών

    Georgetown - ένας τομέας της βορειοδυτικής Ουάσιγκτον, D.C.

    Greenwich Village, Village - a mainly residential district of Manhattan; `the Village' became a home for many writers and artists in the 20th century

  15. κοινότητα - (οικολογία) μια ομάδα αλληλεξαρτώμενων οργανισμών που κατοικούν στην ίδια περιοχή και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους


  16. βιωτική κοινότητα

    ομάδα - κάθε αριθμός φορέων (μελών) που θεωρείται ως μονάδα

    οικολογική βιολογία, περιβαλλοντικές επιστήμες, οικολογία - ο κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και του περιβάλλοντός τους

    βιολογική μηχανική - σημαντική βιοτική κοινότητα που χαρακτηρίζεται από τις κυρίαρχες μορφές της ζωής των φυτών και του υπερισχύοντος κλίματος

––»«––

© Πνευματικά δικαιώματα 1967, 1987, 2007 Φιλ Μπαρτλ
Σχεδιασμός Ιστοσελίδας: Lourdes Sada
––»«––
Τελευταία ενημέρωση: 26.01.2012

 Αρχική σελίδα

  Ενδυνάμωση Κοινότητας