Μεταφράσεις:
Άλλες σελίδες:
|
μετάφραση Μαρία Μαυροπούλου
Κοι`νό´τη`τα
Ορισμός
Ουσιαστικό
κοινότητα
- μία ομάδα ανθρώπων που ζει σε μια συγκεκριμένη
τοπική περιοχή, "η ομάδα απαρτίζεται από όλα
τα μέρη της κοινότητας"
- συνάθροιση,
συγκέντρωση - μια ομάδα ατόμων που βρίσκονται
μαζί, σε ένα μέρος
- ενορία
- μια τοπική εκκλησιαστική κοινότητα
- κοινότητα
ομιλίας - οι άνθρωποι μοιράζονται μια συγκεκριμένη
γλώσσα ή διάλεκτο
- γειτονιά
- άνθρωποι που ζουν κοντά σε έναν άλλο άνθρωπο,
"είναι μια φιλική γειτονιά", "η γειτονιά μου ψήφισε
Μπους"
- μικρή
πόλη, χωριό, οικισμός - μια κοινότητα ανθρώπων
μικρότερη από μία πόλη
- σταυροδρόμια,
οικισμός - μια κοινότητα ανθρώπων μικρότερη
από το ένα χωριό
- ορδή
- μια νομαδική κοινότητα
κοινότητα
- μία ομάδα ανθρώπων με κοινά εθνικά, πολιτιστικά
ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά, "η χριστιανική
κοινότητα των αποστολικών χρόνων"; "ήταν καλά
γνωστός μέσα στην καθολική κοινότητα"
- άνθρωποι
- (πληθυντικός) οποιαδήποτε συλλογική ομάδα ανθρώπων
(άνδρες ή γυναίκες ή παιδιά), "ηλικιωμένοι άνθρωποι",
"ήταν το λιγότερο 200 άνθρωποι στο κοινό"
- μοναστήρι
- μια κοινότητα ανθρώπων σε μια θρησκευτική σειρά
(κυρίως καλόγριες) που ζουν μαζί
- οίκος
- τα μέλη μιας θρησκευτικής κοινότητας που ζουν
μαζί
- Έθνους
του Ισλάμ, ισλαμική Ummah (=αραβική λέξη που σημαίνει
κοινότητα/έθνος), μουσουλμανική Ummah, Umma, Ummah - η
μουσουλμανική κοινότητα ή άτομα, που θεωρούνται
ότι εκτείνονται από τη Μαυριτανία ως το Πακιστάν,
"Οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι παροτρύνουν την
Ummah να απορρίψει την τρομοκρατία των ριζοσπαστικών
μουσουλμάνων"
κοινότητα
- κοινή ιδιοκτησία, "συμμερίζονταν μια κοινότητα
αποκτημάτων"
- ιδιοκτησία
- η σχέση ενός ιδιοκτήτη με το αντικείμενο που
κατέχει, κατοχή με το δικαίωμα μεταφοράς της
ιδιοκτησίας σε άλλους
κοινότητα
- μία ομάδα εθνών που έχουν κοινά ενδιαφέροντα,
"έλπιζαν να ενταχθούν στην κοινότητα του ΝΑΤΟ"
- παγκόσμια
οργάνωση, διεθνής οργανισμός, οργάνωση - μια
διεθνής συμμαχία που εμπλέκει πολλές διαφορετικές
χώρες
κοινότητα
- ένα επαγγελματικό σώμα ανθρώπων - "η είδηση
εξαπλώθηκε γρήγορα μέσω της ιατρικής κοινότητας"
- επάγγελμα
- νομική
κοινότητα, νομικό επάγγελμα, δικηγορία - επαγγελματικό
σώμα ατόμων που έχουν τα προσόντα να ασκούν το
νόμο σε συγκεκριμένα όρια δικαιοδοσίας, "έγινε
δεκτός να δικηγορεύσει στο New Jersey"
- επάγγελμα
υγείας - επαγγελματικό σώμα ατόμων, των οποίων
η εργασία βοηθά στη διατήρηση της υγείας των
πελατών τους
- επιχειρηματική
κοινότητα, επιχειρηματίες - το σώμα των ατόμων
που διαχειρίζονται επιχειρήσεις
- κοινότητα
υποτρόφων - το σώμα των ατόμων που έχουν υψηλές
ακαδημαϊκές επιδόσεις
- οικονομικό
επάγγελμα - το σώμα των επαγγελματιών οικονομολόγων
- ιερατείο
- το σύνολο των χειροτονημένων θρησκευτικών
επαγγελματιών
- επαγγελματική
ομάδα, λειτούργημα - ένα σύνολο ανθρώπων που
κάνουν το ίδιο είδος εργασίας
κοινότητα
- συμφωνία ως προς τους στόχους, "οι ιεροκήρυκες
και οι λαθρέμποροι βρήκαν ότι είχαν κοινά συμφέροντα"
- κοινά
συμφέροντα
- σύμπνοια,
συμφωνία - αρμονία στις απόψεις, στις δράσεις
ή στους χαρακτήρες των ανθρώπων, "οι δύο πλευρές
ήρθαν σε συμφωνία"
κοινότητα
- μια περιοχή όπου ζουν άνθρωποι και που καταλαμβάνεται
κυρίως από ιδιωτικές κατοικίες
- κατοικημένη
περιοχή, κατοικημένη συνοικία
- ανάπτυξη
στέγασης - μια κατοικημένη περιοχή παρόμοιων
κατοικιών που έχει κατασκευαστεί από παράγοντες
ιδιοκτησίας και οικιστικής ανάπτυξης και συνήθως
υπό ενιαία διαχείριση, "ζουν σε μια νέα ανάπτυξη
κατοικιών"
- ακίνητη
περιουσία - μια κατοικημένη περιοχή, όπου τα
σπίτια σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν κατά
την ίδια χρονική στιγμή
- συνοικία,
εδαφική κυριαρχία, έδαφος, εξουσία - μια περιοχή
που έχει χαραχτεί για διοικητικούς ή άλλους
σκοπούς
- μεσοαστική
περιοχή κατοικιών - μια κατοικημένη περιοχή
της πόλης μακριά από την κεντρική εμπορική περιοχή
- προάστιο,
προαστιακή περιοχή, προάστια - κατοικημένη συνοικία
που βρίσκεται στα προάστια της πόλης
- εκτός
πόλης - κατοικημένη περιοχή εκτός της πόλης και
πέρα από τα προάστια
- φθηνή
περιοχή - μια κατοικημένη περιοχή που καταλαμβάνεται
κυρίως με φθηνά σπίτια
- πολυάνθρωπο
κτίριο - μια υπερπληθής περιοχή κατοικιών
- Georgetown
- ένας τομέας της βορειοδυτικής Ουάσιγκτον, D.C.
- Greenwich
Village, Village - a mainly residential district of Manhattan; `the Village' became
a home for many writers and artists in the 20th century
κοινότητα
- (οικολογία) μια ομάδα αλληλεξαρτώμενων οργανισμών
που κατοικούν στην ίδια περιοχή και αλληλεπιδρούν
μεταξύ τους
- βιωτική
κοινότητα
- ομάδα
- κάθε αριθμός φορέων (μελών) που θεωρείται ως
μονάδα
- οικολογική
βιολογία, περιβαλλοντικές επιστήμες, οικολογία
- ο κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τις
σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και του περιβάλλοντός
τους
- βιολογική
μηχανική - σημαντική βιοτική κοινότητα που χαρακτηρίζεται
από τις κυρίαρχες μορφές της ζωής των φυτών και
του υπερισχύοντος κλίματος
––»«––
© Πνευματικά δικαιώματα 1967, 1987, 2007 Φιλ Μπαρτλ Σχεδιασμός Ιστοσελίδας: Lourdes Sada
––»«–– Τελευταία ενημέρωση: 26.01.2012
|