Κεντρική σελίδα
 Λέξεις Κλειδιά


Μεταφράσεις:

Akan
Bahasa Indonesia
Català
Deutsch
Ελληνικά /   ο
Ελληνικά /   ω
English
Español
Euskara
Filipino/Tagalog
Français
Galego
हिन्दी /   ओ
हिन्दी /   औ
हिन्दी /   ऊ
Italiano
日本語
Kiswahili
بهاس ملايو /
Bahasa Melayu

Português
Română
Русский
Af Soomaali
Srpski
ไทย
Tiếng Việt
Türkçe
Yoruba

                           

Άλλες Σελίδες:
Λέξεις Κλειδιά
Ενότητες

Κοινωνιολογία:
Κεντρική Σελίδα
Σημειώσεις Διαλέξεων
Συζητήσεις

Σύνδεσμοι:
Χάρτης Ιστοσελίδας
Επικοινωνία
Εκπαιδευτικά Έγγραφα
Χρήσιμοι Σύνδεσμοι


Σύνδεσμοι με λέξεις που ξεκινούν από:

  Αα   Ββ   Γγ   Δδ   Εε   Ζζ   Ηη   Θθ   Ιι   Κκ   Λλ   Μμ   Νν   Ξξ   Οο   Ππ   Ρρ   Σσ   Ττ   Υυ   Φφ   Χχ   Ψψ   Ωω


Λέξεισ-κλειδιά που ξεκινούν με το γράμμα Ο

του Δρ. Φίλ Μπαρτλ

μετάφραση: Εύη Παρμαζή, Μόσχα Γιαννίση, Ναυσικά Μπουρμά, Γεωργία Σαμαρά, Καλομοίρα Μπιμπέζα, Zoi Simopoulou, Νάκου Ελισάβετ, Χριστίνα Κόκαλη, Κατερίνα Εμμανουηλίδου


 

ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ (owing to)

Η λέξη «οφείλω» σημαίνει ότι πρέπει να δοθούν χρήματα ή άλλοι πόροι σε κάποιον στο μέλλον.

Σε ένα πλάνο μικρών επιχειρήσεων, μπορούμε να μιλήσουμε για χρήματα προς μια τράπεζα, να πούμε δηλαδή ότι τα «οφείλουμε στην» τράπεζα.

Μην χρησιμοποιείτε τη φράση «οφείλεται σε» όταν εννοείτε «εξαιτίας του».

 Català: deure a,    Deutsch: Schulden,    Ελληνικά: οφειλεται σε,    English: owing to,    Español: deber a,    Français: devoir à,    Italiano: debito,    Português: devido a,    中文 (Zhōngwén): 拖欠


ΟΙΚΙΣΜΟΣ (settlement)

Δείτε Ανθρώπινος Οικισμός


 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Η οικονομική διάστασητης κοινότηταςείναι οι διάφορες μέθοδοι και τα μέσα παραγωγής και κατανομής σπάνιων και χρήσιμων αγαθών και υπηρεσιών (πλούτου), είτε αυτό γίνεται μέσω δωρεών, οικονομικών υποχρεώσεων, εμπορικών ανταλλαγών, εμπορίου στις αγορές, μεταβιβαστικών πληρωμών,  νίκης στη λοταρία (χαρτοπαιξίας) ή κρατικών επιδομάτων. (Βλέπε Κοινότητα.


 

ΟΡΑΜΑ

Στο καθημερινό λεξιλόγιο, το να έχουμε "όραση" σημαίνει να "μπορούμε να δούμε."

Στην αναπτυξιακή μας ορολογία, το να έχουμε "όραση" είναι σχεδόν πενυματικό ή ψυχικό, να μπορούμε να δούμε το μέλλον, την πιθανότητα του πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα.

Ο "οραματιστής" είναι ηγέτης που βλέπει τις μεγάλες πιθανότητες.

Παρόλο που τα μέλη της κοινότητας δε χρειάζεται να είναι οραματιστές με αυτή την έννοια, χρειάζεται να έχουν κάποια ιδέα για το πώς θα ήθελαν να δουν να εξελίσσεται η κοινότητά τους.

Χρειάζονται έναν "προορισμό". Χρειάζεται να σκεφτούν πού θέλουν να φτάσουν. Πριν προγραμματίσουν πού να πάνε, πρέπει να ξέρουν πού είναι αυτό το "πού".

Η δουλειά του κινητοποιητή είναι να αντιμετωπίζει τον εφησυχασμό, την απάθεια και τη μοιρολατρεία, να εμφυσήσουν σε μέλη της κοινότητας την ιδέα ότι μπορούν να ελέγχουν κάπως το πεπρωμένο τους, και ότι μπορούν να φανταστούν μέχρι πού θα μπορούσαν να φτάσουν.

 Català: visió:,    Deutsch: Vision,    Ελληνικά: οραμα,    English: vision,    Español: vision,    Français: vision,    Italiano: visione,    Português: visão,    Română: viziune,    中文 (Zhōngwén): 远见


 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΌΣ ΒΑΣΙΣΜΈΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ (ΟΒΚ)

Ένας ΟΒΚ είναι ένας οργανισμός που έχει διαμορφωθεί και αναπτυχθεί στο εσωτερικό μιας κοινότητας, όπου η λήψη αποφάσεων (διοίκηση και σχεδιασμός) προέρχεται από την κοινότητα σαν σύνολο

Ένας οργανισμός που έχει σχηματιστεί εξωτερικά και η λήψη των αποφάσεων του γίνεται εξωτερικά, μπορεί να είναι βρίσκεται στο χώρο της κοινότητας, αλλά δεν βασίζεται σε αυτή.


 

ΟΡΓΑΝΩΝΩ (organize)

Η λέξη «οργανώνω» σημαίνει αναθέτω μια σειρά ρόλων, έργων και ευθυνών σε μία ομάδα ανθρώπων, ώστε η οργάνωση να μπορέσει να λειτουργήσει ως σύνολο.

Μια εμπορική ένωση έχει (λόγω της οργάνωσης των ατόμων) περισσότερη δύναμη από ένα σύνολο ανοργάνωτων εργαζομένων. Η λέξη αυτή σχετίζεται με τη λέξη «όργανο».

Η ευθύνη σας είναι να οργανώσετε μια ομάδα υπεύθυνων που θα δρα υπό τον έλεγχο ολόκληρης της κοινότητας.

Η οργάνωση και η κινητοποίηση συμβαδίζουν και μαζί μπορούν να ονομαστούν κοινωνική εμψύχωση.

(Δείτε Οργανώνω).

 Català: organitzar,    Deutsch: Organisieren,    Ελληνικά: οργανωνω,    English: organize,    Español: organizar,    Français: organisez,    Italiano: organizzare,    Português: organizar,    中文 (Zhōngwén): 进行组织


 

ΟΡΓΑΝΩΣΗ (organization)

Το επίπεδο οργάνωσης ανήκει σε ένα από τα δεκαέξι στοιχεία δύναμης, ισχύος ή δυνατοτήτων μιας κοινότητας ή οργάνωσης. Δείτε: Στοιχεία της Δύναμης της Κοινότητας.

Το επίπεδο της οργάνωσης μιας κοινωνίας είναι ο βαθμός στον οποίο τα διάφορα μέλη της κοινότητας αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως έχοντες την ευθύνη να υποστηρίξουν το σύνολο (αντίθετα με μια ομάδα από μεμονωμένα άτομα), και περιλαμβάνει (υπό την κοινωνιολογική έννοια) οργανωτική ακεραιότητα, δομή, διεργασίες, διαδικασίες λήψης αποφάσεων, αποτελεσματικότητα, καταμερισμό της εργασίας, ανεξαρτησία και συμπληρωματικούς ρόλους και λειτουργίες.

'Όσο καλύτερα ή όσο αποτελεσματικότερα οργανωμένη είναι η κοινότητα ή η οργάνωση, τόσο μεγαλύτερη δύναμή και δυνατότητες έχει.

Όταν ο κινητοποιητής ενθαρρύνει μια κοινότητα να οργανωθεί και να δράσει, πρέπει να γνωρίζει το ρόλο που παίζει το επίπεδο και η αποτελεσματικότητα της οργάνωσης στην ενδυνάμωση μιας κοινότητας ή μιας οργάνωσης.

 Català: organització,    Deutsch: organization,    Ελληνικά: οργανωση,    English: organization,    Español: organización,    Français: organisent,    Italiano: organizzazione,    Português: organização,    Pyccкий: организация,    中文 (Zhōngwén): 组织


 

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Η μη κοινότητα είναι φυσικά ενωμένη. Υπάρχουν πάντα συγκρούσεις και ανταγωνισμοί, αν οχι κοινωνικἀ σχίσματα που κρατούν μακρυά την κάθε κοινότητα

Βλέπε Οργἀνωση της ενότητας.

Γιαυτό η δουλειά του κάθε κινητοποιητή είναι να αναλάβει δραστηριότητες που προωθούν την ενότητα, έτσι η απόφαση της κοινότητας( π.χ. να διαλέξει ένα ορισμένο πρόγραμμα δράσης) ειναι παραγματικά η απόφαση όλης της κοινότητασ και όχι μόνο μιάς ορισμένης μερίδας. faction.

 Català: unitat organització,    Deutsch: Einheit fördern,    Ελληνικά: οργανωση τησ ενοτητασ,    English: unity organising,    Español: organización de la unidad,    Français: organisation d'unité,    Italiano: organizzare un'unità,    中文 (Zhōngwén): 组织人们,使之团结


 

ΟΦΕΙΛΗ:

"Οφειλή" σημαίνει ότι κάποιο ποσό μετρητών ή άλλης πηγής αναμένεται να πληρωθεί στο μέλλον.

Σε ένα σύστημα μικρο- επιχείρησηςμπορείς να πεις για κάποια χρήματα που πρέπει να δωθούν στην τράπεζα ότι είναι "οφειλή" στην τράπεζα.

Μην χρησιμοποιείς αυτή τη φράση όταν εννοείς εξαιτίας του/ της.  Βλέπε: Λάθη

Deutsch: geschuldet, Ελληνικά: οφειλη, Español: adeudar, Français: dû à


 
 
──»«──
Εάν βρήκατε μια λέξη που σχετίζεται με την κοινοτική παροχή εξουσιοδότησης και χρειάζεται συζήτηση, γράψτε μας.
Αν αντιγράφετε κείμενο από αυτή την τοποθεσία, αναφέρετε τους συντάκτες
και δημιουργήστε συνδέσμους στην τοποθεσία www.cec.vcn.bc.ca
Αυτή η τοποθεσία φιλοξενείται μέσω από το Vancouver Community Network (VCN)

© Πνευματικά δικαιώματα 1967, 1987, 2007 Φιλ Μπαρτλ
Σχεδιασμός ιστοσελίδας Lourdes Sada
──»«──
Τελευταία ενημέρωση: 2015.10.07


 Κεντρική σελίδα