Κεντρική σελίδα
 Λέξεις Κλειδιά


Μεταφράσεις:

Akan / c
Akan / k
العربية   / ك
العربية   / ل
'العربية   / خ
Bahasa Indonesia
Deutsch
Ελληνικά /  κ
Ελληνικά /  ξ
English
Español
Euskara
Ewe
Filipino/Tagalog
Français
Galego
हिन्दी /   का
हिन्दी /   ख
हिन्दी /   क्ष
Italiano
日本語 /   か
日本語 /   き
日本語 /   く
日本語 /   け
日本語 /   こ
Polski / c
Polski / ć
Português
Română
Русский /   k
Русский /   x
Srpski
ไทย /   ก
ไทย /   ข
ไทย /   ค
ไทย /   ฆ
Af Soomaali
Tiếng Việt
Türkçe
اردو /   ﺦ
اردو /   ک
Yoruba

                            

Άλλες Σελίδες:
Λέξεις Κλειδιά
Ενότητες

Κοινωνιολογία:
Κεντρική Σελίδα
Σημειώσεις Διαλέξεων
Συζητήσεις

Έγγραφα:
Χάρτης Ιστοσελίδας
Επικοινωνία
Εκπαιδευτικά Έγγραφα
Χρήσιμοι Σύνδεσμοι


Σύνδεσμοι με λέξεις που ξεκινούν από:

  Αα   Ββ   Γγ   Δδ   Εε   Ζζ   Ηη   Θθ   Ιι   Κκ   Λλ   Μμ   Νν   Ξξ   Οο   Ππ   Ρρ   Σσ   Ττ   Υυ   Φφ   Χχ   Ψψ   Ωω


Λέξεισ-κλειδιά που ξεκινούν με το γράμμα K

του Δρ. Φίλ Μπαρτλ

μετάφραση: Εύη Παρμαζή, Αποστολία Γουγούση, Σοφία Καραούλη, Γεωργία Σαμαρά, Καλομοίρα Μπιμπέζα, Zoi Simopoulou, Νάκου Ελισάβετ, Χριστίνα Κόκαλη, Κατερίνα Εμμανουηλίδου


 

ΚΑΙΝ ΚΑΙ ΑΒΕΛ

Η ιστορία του Κάιν και του Άβελ αναφέρεται στο βιβλίο της Γένεσης στην Εβραική και Χριστιανική Βίβλο.

Είναι η ιστορία των δύο υιών του πρώτου άνδρα, του Αδάμ, ο ένας εκ των οποίων είναι καλλιεργητής λαχανικών και ο άλλος κτηνοτρόφος.

Η ιστορία αντιμετωπίζεται από πολλούς ανθρωπολόγους ως μύθος που εξηγεί την προέλευση της συνεχούς διαμάχης μεταξύ καλλιεργητών και κτηνοτρόφων, καθώς οι τρόποι παραγωγής τους είναι ασύμβατοι μεταξύ τους, ως προς την κατανομή της γης.

Οι καλλιεργητές χρειάζονται ασφαλή και κλειστά οικόπεδα γης, ενώ οι κτηνοτρόφοι ελεύθερα και μεγάλα κομμάτια γης.

Η διαμάχη θεωρείται η ρίζα πολλών πολέμων μεταξύ κοινοτήτων, όπως των γεωργών και των κτηνοτρόφων κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης Βόρειων και Νότιων Αμερικανών, τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι στη Ρουάντα και πολλά ακόμη.

 Català: Caïm i Abel,    Ελληνικά: Καιν και Αβελ,    English: Cain and Abel,    Español: caín y abel,    Português: Caim e Abel,    中文 : 该隐与亚伯


ΚΑΓΚΟΥΡΟ (kangaroo)

Σύμφωνα με τα αρχεία της Linnean society, Ο Κάπτεν Κουκ βρισκόταν στην Αυστραλία και κρατούσε σημειώσεις για διάφορα είδη φυτών και ζώων, για ποτάμια και λόφους και για άλλα ενδιαφέροντα πράγματα. Είδε ένα περίεργο ζώο και ρώτησε το ντόπιο διερμηνέα τι ήταν.

«Δεν ξέρω», του απάντησε εκείνος. Στη ντόπια διάλεκτο, «ka» σημαίνει «εγώ», «nga» είναι το αρνητικό μόριο «δεν» και «roo» σημαίνει «ξέρω».

Η πρόταση που στη ντόπια διάλεκτο σημαίνει «δεν ξέρω», στην αγγλική γλώσσα σημαίνει «kangaroo», δηλαδή καγκουρό.

Ποιο είναι το επιμύθιο; Μη θεωρείτε την άποψη κάποιου σχετικά με το τι συμβαίνει σε μια οργάνωση ως την ακριβέστερη παρατήρηση μόνο και μόνο επειδή έτσι σας είπε ένα μέλος της κοινότητας ή της οργάνωσης.

Στην αργκό του κινητοποιητή, «kangaroo» σημαίνει λάθος ερμηνεία της παρατήρησης ενός πληροφοριοδότη.

 Català: cangur,    Deutsch: känguru,    Ελληνικά: καγκουρο,    English: kangaroo,    Español: canguro,    Français: kangourou,    हिन्दी : कंगारू,    Italiano: canguro,    Português: canguru,    Română: canguro,    Srpski: kengur,    Türkçe: kanguru,    中文 (Zhōngwén): 袋鼠


 

ΚΑΣΤΑ

Η κάστα είνια ένα σύνολο κοινωνικών οργάνων, τις κάστες, τα οποία καταλήγουν σε οριζόντια επίπεδα ανισότητας (ισχύς, κύρος, πλούτος) τα οποία διαφέρουν από τις τάξεις στο ότι δεν είναι αναγνωρισμένα και δεν αποτελούν αποδεκτούς μηχανισμούς για την μετακίνηση μεταξύ των καστών.

Συνήθως ο γάμος μεταξύ μελών διαφορετικής κάστας (κάτι το οποίο αυτόματα συμαίνει κοινωνική κινητικότητα) απαγορεύεται.  Η κύρια διαφορά μεταξύ κάστας και τάξησ είναι ο βαθμός επιτρεπόμρνης κοινωνικής κινητικότητας.

Το πιο γνωστό πqράδειγμα καστών αποτελεί το σύστημα ανισότητας στην Ινδία, κυρίως μεταξύ των Ίνδους, καθώς το Ισλάμ και το Μπαχάι απαγορεύουν την πρακτική της κάστας.  Εκτός από αυτές τις απαγορεύσεις, η κάστα υφίσταται ή αντιπροσωπεύεται ως τάξη από μη Ινδούς στην Ινδία.

Καθώς οι κάστες υπονοούν εκχώρηση των επιπέδου κατά τη γέννηση, και απαγόρευση της κοινωνικής κινητικότητας, εφαρμόζονται επίσης στη φυλετική ανισότηται στις νότιες ΗΠΑ και στο Απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική.

Εκτός από τις απαγορεύσεις γάμων, ο διαχωρισμός των κοινωνιών σε άντρα ή γυναίκα και αρσενικό ή θηλυκό (φύλο και γένος) μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως σύστημα κάστας, κυρίως εκεί όπου εντοπίζεται διαφορά στην ισχύ, το κύρος και τον πλούτο και στο ότι τα άτομα δεν μπορούν να μετακινηθούν από τη μια κατηγορία στην άλλη.

 Català: casta,    Ελληνικά: καστα,    English: caste,    Español: casta,    Português: estatuto social,    中文 (Zhōngwén): 排他的社会等级制度


 

ΚΑΤΑΙΓΙΣΜΟΣ ΙΔΕΩΝ (brainstorming)

Ο καταιγισμός ιδεών αποτελεί μία σύνθετη κοινωνική μέθοδο (σε μία εκπαιδευτική συνεδρία) στην οποία μία ομάδα διευκολύνεται στην ανάπτυξη της συμμετοχικότητας και στη λήψη αποφάσεων, δίχως τον κυριαρχικό ρόλο να καταλαμβάνει ένα άτομο. Βλέπε " καταιγισμός."  Οι βασικοί κανόνες και οι διαδικασίες έχουν σχεδιαστεί ώστε συνδυασμένοι να διευκολύνουν τη συμμετοχή (ειδικά απο εκείνους που δεν είναι συνηθισμένοι να συμμετέχουν ή να δουλεύουν ομαδικά) σε ομάδες λήψης αποφάσεων.

Προτρέπουμε εσάς, την κινητήρια δύναμη, να μάθετε τις τεχνικές του συντονισμού, χρησιμοποιώντας τη συνεδρία του "καταιγισμού ιδεών" ως μία μέθοδο ανάπτυξης εργασιών σε ομαδικό επίπεδο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα πλαίσια. Ο καταιγισμός χρησιμοποιείται ακόμη απο τους διευθυντές και τους εκπαιδευτές προσωπικού σαν μια μέθοδο συμμετοχικότητας που σκοπό έχει να ενθαρρύνει το προσωπικό να λαμβάνει μέρος στις αποφάσεις διαχείρισης και σχεδιασμού.

Δείτε επίσης Συμμετοχική Διαχείριση.

 Català: pluja d'idees,    Deutsch: brainstorm,    Ελληνικά: καταιγισμοσ ιδεων,    English: brainstorm,    Español: tormenta de ideas, luvia de ideas,    Français: remue méninge,    हिन्दी : विचारावेश (Vichaara-vesh),    Italiano: brainstorming,    Português: juntando idéias,    Română: furtuna de idei,    Pyccкий: МЕТОД МОЗГОВОГО ШТУРМА,    Türkçe: beyin fırtınası,  


ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Πρόκειται για ένα περιβάλλον (πολιτικό, ρυθμιστικό) γύρω από μια κοινότητα, που επιτρέπει στην κοινότητα να ενωθεί, να προσδιορίσει τους δικούς της πόρους, να επιδοθεί σε δραστηριότητες αυτοβοήθειας και να γίνει πιο αυτάρκης.

Οι πρακτικές, οι στάσεις, η συμπεριφορά, οι κανόνες, οι κανονισμοί και οι νόμοι των ηγετών, των δημοσίων υπαλλήλων, των πολιτικών, των κεντρικών και περιφερειακών διοικήσεων, όλα συμβάλλουν στο βαθμό της παροχής δυνατότητας γύρω από μια κοινότητα.  Βλέπε Διευκολύνω.

Deutsch: befähigende umgebung, Ελληνικά: καταλληλο περιβαλλον, English: enabling environment, Español: entorno favorecedor, Français: un environnement qui permet, Português: ambiente habilitando


 

ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ

Στη χημεία, ο καταλύτης είναι ένα στοιχείο που επηρεάζει το ρυθμό της χημικής διαδικασίας, χωρίς ωστόσο να είναι μέρος της διαδικασίας.

Συνήθως επιταχύνει την διαδικασία.  Η λέξη, ωστόσο, έχει θετική έννοια περιγράφοντας τον κινητοποιητή ή κοινωνικός εμψυχωτή.

Ο κινητοποιητής δεν αναπτύσσει ούτε αλλάζει την κοινότητα.

Η κοινότητα αναπτύσσεται ή αλλάζει από μόνη της.

Ο κινητοποιητής προκαλεί αυτή την αλλαγή, χωρίς να γίνεται μέρος της κοινωνικής οργάνωσης της κοινότητας.

Πιο σημαντικό είναι το ότι ο κινητοποιητής έχει την προσωρινή qρχηγία, χωρίς να γίνεται αρχηγός της κοινότητας.

 Català: catalitzador,    Deutsch: katalysator,    Ελληνικά: καταλυτησ,    English: catalyst,    Español: catalizador,    Français: catalyseur,    Kiswahili: chachu,    Português: catalisador,    中文 (Zhōngwén): 催化剂


ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΌΣ ΤΗΣ ΦΤΏΧΕΙΑΣ

Η λέξη "κατευνασμός" σημαίνει την προσωρινή άρση του πόνου και της δυσφορίας.  Το να δίνουμε χρήματα στους φτωχούς δεν θέτει τέλος στη φτώχεια.

Ως κινητοποιητές, αφοσιωμένοι στην καταπολέμηση των αιτιών και όχι των συμπτωμάτων της φτώχειας, αποφεύγουμε αυτή την προσέγγιση (απλός κατευνασμός μέσω της απόδοσης χρημάτων).


 

ΚΕΚΤΗΜΕΝΑ ΟΦΕΛΗ

Όποτε υπάρχει κοινωνική αλλαγή που δείχνει να ωφελεί κάποιους, αλλά κάποιοι άλλοι φοβούνται ότι θα χάσουν κάτι, θα υπάρξει αντίσταση στην αλλαγή. Όταν κινητοποιείς μια κοινότητα να αλλάξει το επίπεδο αυτάρκειάς της, θα υπάρξει αντίσταση στην αλλαγή. Μέρος της θα οφείλεται απλά στο ότι μερικοί άνθρωποι νιώθουν πιο άνετα με τις παλιές καταστάσεις και φοβούνται το νέο τρόπο ζωής. Άλλοι φοβούνται ότι θα χάσουν (οικονομικά, πολιτικά) από την αλλαγή; έχουν ένα κεκτημένο όφελος από τον παλιό τρόπο ζωής.

Ορίστε ένα πολύ απλό παράδειγμα. Ας πούμε ότι υπάρχει μια ομάδα που έχει μόνο δυο τάξεις, πολύ πλούσιους και πολύ φτωχούς. Αν προσπαθούσες να αλλάξεις την ομάδα ώστε όλοι να είναι το ίδιο, οι φτωχοί θα συμφωνούσαν (να γίνουν πλουσιότεροι) αλλά οι πλούσιοι έχουν κεκτημένα οφέλη (στο να παραμείνουν πλούσιοι) και θα αντιστέκονταν στην αλλαγή.

 Català: interessos creats,    Deutsch: Persönliche Interessen,    Ελληνικά: κεκτημενα οφελη,    English: vested interests,    Español: intereses creados,    Italiano: interessi acquisiti,    Français: droits acquis,    Português: interesses adquirido,    Română: interese câștigate,    中文 (Zhōngwén): 既得利益


 

ΚΙΝΗΤΡΟ (motivate)

Η λέξη «κίνητρο» δηλώνει την προθυμία για εργασία ή για να κάνεις κάτι. Η σημασία της λέξης έχει φθαρεί αφού όταν κάποιος/α λέει ότι «θέλει να έχει κίνητρο» εννοεί ότι θέλει να αμειφθεί χρηματικά. Τα χρήματα είναι ένας μόνο παράγοντας που μπορεί να αποτελέσει κίνητρο.

Άλλα κίνητρα είναι η αφοσίωση ή η αγάπη προς τον άνθρωπο, την οικογένεια, τους προγόνους, τη φυλή ή την πατρίδα. Κίνητρο αποτελεί, επίσης, η θέληση να ολοκληρώσεις κάτι προκειμένου να δεις τα αποτελέσματα (εργασιακή ικανοποίηση). Κίνητρο είναι η επιθυμία για δράση, όχι η αμοιβή.

 Català: motivar,    Deutsch: motivieren,    Ελληνικά: κινητρο,    English: motivate,    Español: motivar,    Français: motivez,    Italiano: motivazione,    Português: motivar,    Română: motivare,    Türkçe: motive etmek,    中文 (Zhōngwén): 激发动机


ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΏ

Το να κινητοποιώ σημαίνει να παράγω δραστηριότητα σε μια ομάδα ή κοινότητα.

Διέγερση. Όχι ακριβώς το ίδιο όπως η οργάνωση, επειδή πρέπει να υπάρξει δραστηριότητα (άτομα να κινηθούν, να κινητοποιηθούν) προτού μπορέσει να αποκληθεί κινητοποίηση.

Μπορεί να αποκληθεί "κινητοποιώ". Παρόμοιο με την κοινωνική ζωοδότηση, μόνο που η ζωοδότηση περιλαμβάνει τόσο την κινητοποίηση όσο και την οργάνωση.  Βλέπε " Δράση."

Deutsch: mobilisieren, Ελληνικά: κινητοποιώ, English: mobilize, Español: movilización, Filipino/Tagalog: nagbibigay-buhay, pakilusin, Français: mobilisez, Galego: mobilizar, Malay: memobilisasi, Português: mobilizar, Română: a mobiliza, Somali: wacyigelinta, Tiên Việt: vận động


ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΤΉΣ

Ο κινητοποιητής είναι ένα άτομο που κινητοποιεί, δηλαδή κάνει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους. Κοινωνικός ζωοδότης. Υπεύθυνος ή βοηθός κοινοτικής ανάπτυξης.

Κοινοτικός εργαζόμενος. Ακτιβιστής. Προαγωγός της κοινοτικής συμμετοχής. Βλέπε Το να είναι κανείς Κινητοποιητής.

Deutsch: mobilisieren, activist, English: mobilizer, activist, animator, Ελληνικά: κινητοποιητής, ακτιβιστής, ζωοδότης, Español: activista, Filipino/Tagalog: pakilusin, Italiano: attivista, Kiswahili: ramsisha. Français: mobilisateur, Galego: activista, 日本語: 訓 練士または助成人, Malay: pemobilisasi, Português: ativista, Română: mobilizator, Tiên Việt: người vận động


 

ΚΛΙΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απευθείας συμμετοχή των κοινωνικών επιστημόνων στην κοινωνική αλλαγή.

Ο κοινοτικός κινητοποιητής δεσμεύεται από την κοινική κοινωνιολογία.

Δεν είναι το ίδιο με την ιατρική κοινωνιολογία.

Βλέπετε Εφαρμοσμένη Κονωνιολογία.

Català: sociologia clínica,   Deutsch: klinische soziologie,    Ελληνικά: κλινικη κοινωνιολογια,   English: clinical sociology,   Español: sociología clínica,   Français: la sociologie clinique,   Kiswahili: tiba ya jamii,   Português: sociologia clínica,   Pyccкий: Клиническая Социология,   中文 (Zhōngwén): 临床社会学


 

ΚΟΙΝΕΣ ΑΞΙΕΣ

Οι κοινές αξίες ανήκουν στα δεκαέξι στοιχεία της δύναμης; ισχύος ή ικανότητας μιας κοινότητας ή οργάνωσης. Βλέπετε: Στοιχεία Κοινοτικής Δύναμης.

Αυτός είναι ο βαθμός στον οποίο τα μέλη της κοινότητας μοιράζονται αξίες, κυρίως την ιδέα ότι ανήκουν σε μια κοινή οντότητα που αντικαθιστά το συμφέρον των μελών μέσα σε αυτήν.

Όσο πιο πολλα μοιράζονται τα μέλη της κοινότητας, ή τουλάχιστον καταλαβαίνουν και αντέχουν τις αξίες και τις συμπεριφορές των άλλων, τόσο πιο δυνατή θα είναι η κοινότητα.  Ο ρατσισμός, η προκατάληψη και η θρησκοληψία αποδυναμώνουν την κοινότητα ή την οργάνωση.

Όταν κινητοποιεί μια κοινότητα να οργανωθεί και να δράσει, ο κινητοποιητής πρέπει να γνωρίζει το ρόλο των κοινών αξιών στην ενίσχυσητης κοινότητας ή της οργάνωσης.

 Català: valors comuns,    Deutsch: gemeinsame werte,    Ελληνικά: κοινεσ αξιεσ,    English: common values,    Español: valores comunes,    Français: valeurs communes,    Kiswahili: Thamani na msingi,    Português: valores comuns,    中文 (Zhōngwén): 共同价值观


 

ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ:

Πολλά από τα πράγματα που μαθαίνουμε από την κοινωνιολογία δείχνουν ότι οι υπολογισμοί και οι υποθέσεις.

 Català: sentit comú,    Ελληνικά: κοινη λογικη,    English: common sense,    Español: sentido común,    Português: senso-comum,    中文 (Zhōngwén): 常识


 

ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ

Η "κοινοπραξία" είναι μια σχέση όπου υπάρχει κάποια ισότητα μεταξύ των μερών της συμφωνίας. Στη λέξη κλειδί "ανεξάρτητος" παραπάνω, σημειώθηκε ότι είμαστε όλοι , ως ένα βαθμό, αλληλοεξαρτώμενοι. Ενώ το έργο σας οδηγεί την κοινότητα να βάλει τέλος στην εξάρτηση, αυτό δεν μπορεί να γίνει εντελώς ανεξάρτητα.

Ο ρεαλιστικός στόχος, τότε, είναι να μπουν οι κοινότητες σε κοινοπραξίες με δημοτικές ή τοπικές αρχές και να δουλέψουν για σχέσεις μεταξύ ίσων.

 Deutsch: partnerschaft,    Ελληνικά: κοινοπραξια,    English: partnership,    Filipino/Tagalog: samahan,    Français: association,    हिन्दी (Hindi): भागीदारी,    Italiano: partenariato,    日本語: 協力,    Português: parceria,    Română: partneriat,    中文 (Zhōngwén): 伙伴关系


 

ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ (gemeinschaft)

Η Γερμανική λέξη gemeinschaft  αντιστοιχεί στην Αγγλική λέξη "κοινότητα". Ωστόσο, ακολουθώντας τον Tonnies, η λέξη "gemeinschaft" χρησιμοποιείται στην Κοινωνιολογία για να υποδείξει βαθμούς της κοινότητας ή χαρακτηριστικά της κοινότητας. Υπονοεί μια αλληλεπίδραση πρόσωπο με πρόσωπο, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους ως άτομα στο σύνολο τους και όχι μόνο ως ρόλοι και όπου υπάρχει λίγη τυπικότητα στους κανόνες και στην κοινωνική οργάνωση. Έρχεται σε αντίθεση με την "gesellschaft." Βλέπε Χαρακτηριστικά της Κοινότητας

 Ελληνικά: κοινοτητα,  English: gemeinschaft,  Italiano: gemeinschaft,  Română: gemeinschaft,  中文 (Zhōngwén): 礼俗社会,


ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ

Η λέξη "κοινότητα" έχει χρησιμοποιηθεί για διαφορετικά πλαίσια αναφοράς.

Οι βιολόγοι μιλούν για κοινότητα εννοώντας αρκετά μέλη ενός μόνο είδους, ή προερχόμενα από αρκετά διαφορετικά είδη, που ζουν, ανταγωνίζονται και συνεργάζονται, για να δημιουργήσουν ένα ευρύτερο σύνολο.

Από την στιγμή της έλευσης του διαδικτύου και της τεχνολογίας πληροφόρησης, πολλές ομάδες προσώπων, συχνά εκείνες που έχουν ένα κοινό ενδιαφέρον, έχουν εξαπλωθεί χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς και που επικοινωνούν ηλεκτρονικά.

Στη συγκεκριμένη εκπαιδευτική σειρά αυτής της ιστοσελίδας, η έμφαση δίδεται σε μια πιο ορθόδοξη έννοια της κοινότητας, μιας κοινότητας που αποτελείται από ανθρώπινα όντα, που συνήθως έχει γεωγραφικά όρια (εκτός εάν αυτά μπορούν να εξαπλωθούν, όπως γίνεται στις νομαδικές κοινότητες) που σχετίζεται, για παράδειγμα, με κοινότητες που ποικίλλουν από τοπικές γειτονιές και μεγάλες αστικές περιοχές , μέχρι απομονωμένα αγροτικά χωριά. Βλέπε Κατοικία.

Μια κοινότητα δεν είναι απλά μια σύνθεση ξεχωριστών ανρώπινων όντων. Είναι ένας υπερ-οργανισμός που ανήκει σε και είναι κομμάτι ενός πολιτισμού, που αποτελείται από αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων, που αφορούν οτιδήποτε μπορεί να μαθευτεί. Οι έξι διαστάσεις της περιλαμβάνουν: τεχνολογία, οικονομία, πολιτική ισχύ, κοινωνικά πρότυπα, κοινές αξίες, πεποιθήσεις και ιδέες. Δεν μεταδίδεται με βιολογικά μέσα, αλλά με τη μάθηση.

Όπως ένα δέντρο ή μια άλλη μορφή ζωής που υπερβαίνει τα ίδια τα άτομα που την αποτελούν, τα ανθρώπινα μέλη της (κοινότητας) μπορούν να έρχονται ή να φεύγουν, μέσω του θανάτου, της γέννησης ή της μετανάστευσης, και πάλι συνεχίζει να υπάρχει και να αναπτύσσεται. Δεν είναι ποτέ ομοιογενής, καθώς εμπεριέχει πολλές φατρίες, σχίσματα ανταγωνισμούς και συγκρούσεις. Μια κοινότητα είναι το "όλον, που είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των επιμέρους μερών του". Βλέπε Τί είναι Κοινότητα."

Βλέπε:  Κοινοτικά Χαρακτηριστικά.

Deutsch: gemeinde, English: community, Ελληνικά: κοινότητα, Español: comunidad, Filipino/Tagalog: komunidad, Français: communauté, Galego: comunidade, Kiswahili: jamii, Malay: komuniti, Português: comunidade, Pyccкий: Cooобщество, Română: comunitate, Somali: bulsho, Tiên Việt: cộng đồng


ΚΟΙΝΟΤΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ

Όταν μια κοινότητα αναπτύσσεται, αυξάνεται. Βλέπε την λέξη Ανάπτυξη. Δεν σημαίνει απαραίτητα αύξηση του μεγέθους ή του πλούτου της. Σημαίνει πως γίνεται πιο σύνθετη και πιο δυνατή.

Μια κοινότητα δεν αναπτύσσεται από έναν κινητοποιητή, όπως και ένα λουλούδι δεν μεγαλώνει απλά επειδή κάποιος το τραβάει προς τα πάνω. Μια κοινότητα (ως κοινωνικός θεσμός) αναπτύσσει η ίδια τον εαυτό της. Ο κινητοποιητής μπορεί μόνο να διεγείρει, να ενθαρρύνει και να καθοδηγεί τα μέλη της κοινότητας.

Κάποιοι υποθέτουν πως κοινοτική ανάπτυξη σημαίνει απλά αύξηση πλούτου –– αύξηση του κατά κεφαλήν πλούτου ή εισοδήματος. Μπορεί να σημαίνει αυτό, αλλά περιλαμβάνει πολλά περισσότερα.

Σημαίνει κοινωνική αλλαγή, όπου μια κοινότητα γίνεται πιο σύνθετη, προσθέτοντας ιδρύματα και θεσμούς, αυξάνοντας την συλλογική της δύναμη, αλλάζοντας ποιοτικά τον τρόπο οργάνωσής της.

Ανάπτυξη σημαίνει αύξηση της συνθετότητας και στις έξι διαστάσεις του πολιτισμού.  Διαφέρει από την κοινωνική ενδυνάμωση που σημαίνει αύξηση ισχύος. Παρόλο που οι δύο έννοιες είναι εξ ορισμού διαφορετικές, είναι με περίπλοκο τρόπο συνδεδεμένες η μία με την άλλη.

 বাংলা : জনগোষ্ঠি উন্নয়ন,    Bahasa Indonesia: perkembangan masyarakat,    Català: desenvolupament comunitari,    Deutsch: gemeindeentwicklung,    Ελληνικά: κοινοτική ανάπτυξη,    English: community development,    Español: desarrollo comunitario,    Euskera: komunitatearen garapena,    Filipino/Tagalog: kalinagangg (kaunlaran) pangkomunidad,    Français: développement de la communauté,    Galego: desenvolvemento comunitario,    Italiano: sviluppo della comunità,    日本語: 共同体の発展,    Kiswahili: maendeleo ya jamii,    Malay: pembangunan komuniti,    Português: desenvolvimento da comunidade,    Română: dezvoltarea comunitatii,    Af Soomaali: horumarka bulshada,    Srpski: zajednični razvoj,    Tiên Việt: sự phát triển của cộng đồng,    Türkçe: toplumsal kalkınma,    中文 (Zhōngwén): 社区发展


ΚΟΙΝΟΤΙΚΉ ΕΝΔΥΝΆΜΩΣΗ

Αύξηση των δυνατοτήτων της κοινότητας σημαίνει να αυξάνεται η ικανότητα της να κάνει πράγματα για τον εαυτό της.

Περιλαμβάνει περισσότερα από την απλή προσθήκη κοινοτικών υπηρεσιών ή εγκαταστάσεων όπως δρόμους, σύστημα υγιεινής, ύδρευσης, πρόσβασης στην εκπαίδευση και την ιατρική περίθαλψη.

Σημαίνει αυξημένη ικανότητα και δύναμη. Σημαίνει ικανότητες, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και πιο αποτελεσματική οργάνωση. Μπορεί να επέλθει από φιλανθρωπίες ή δωρεές πόρων από εξωτερικές πηγές. Μπορεί να διευκολυνθεί μέσω δράσης όπως τα κοινοτικά σχέδια (projects), άλλα μόνο όταν όλα τα μέλη της κοινότητας συμμετέχουν από την αρχή, για να αποφασίσουν για μια κοινοτική δράση, να αναγνωρίσουν κρυμμένες πηγές πόρων μέσα στην κοινότητα, και μέσω της ανάπτυξης μιας αίσθησης ιδιοκτησίας και ευθύνης απέναντι στις κοινοτικές εγκαταστάσεις από την αρχή μέχρι το τέλος.

Αν και η αυξημένη δημοκρατικοποίηση μπορεί να βοηθηθεί από την μεταβίβαση εκ μέρους της Κυβέρνησης μιας νομοπαραγωγικής εξουσίας στην κοινότητα, η ικανότητά της να χρησιμοποιεί τη νόμιμη εξουσία λήψης αποφάσεων εξαρτάται από το εάν διαθέτει την πρακτική δυνατότητα,δηλαδή την ικανότητα να παίρνει τις αποφάσεις που αφορούν την ίδια της την ανάπτυξη, να καθορίζει η ίδια το μέλλον της. Ισχύς, δύναμη, δυνατότητα, ικανότητα ενδυνάμωση.

Κοινοτική ανάπτυξη σημαίνει αυξανόμενη περιπλοκότητα και στις έξι διαστάσεις του πολιτισμού.  Διαφέρει από την κοινοτική ενδυνάμωση που σημαίνει αύξηση ισχύος. Αν και οι δύο έννοιες διαφέρουν εξ ορισμού, συνδέονται με περίπλοκο τρόπο η μία με την άλλη.


ΚΟΙΝΟΤΙΚΉ ΣΥΜΜΕΤΟΧΉ

Η κοινοτική συμμετοχή σημαίνει πολλά περισσότερα από την συνεισφορά εργασίας ή προμηθειών ∙ σημαίνει συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, επιλογή του κοινοτικού έργου (project), το σχεδιασμό του, την εφαρμογή του, τη διοίκησή του, την επίβλεψη και τον έλεγχο του. Διαφέρει από την κοινοτική συνεισφορά.

Η Κοινωνική Κινητικότητα προωθεί τις δραστηριότητες μιας κοινότητας-στόχου, με την προοπτική η κοινότητα να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ίδια της την ανάπτυξη, ξεκινώντας με τις αποφάσεις για τα σχέδια που θα αναλάβει, και να διεγερθεί για να κινητοποιήσει τους πόρους και να οργανώσει τις διάφορες δραστηριότητες.

Η προώθηση της κοινοτικής συμμετοχής στοχεύει στο να εξασφαλίσει πως οι αποφάσεις που επιρρεάζουν την κοινότητα λαμβάνονται από όλα (και όχι μόνο από λίγα) τα μέλη της κοινότητας (και όχι από κάποιον εξωτερικό παράγοντα).

Με αυτή τη μεθοδολογία, η κοινοτική συνεισφορά ενθαρρύνεται, γιατί βοηθάει την κοινότητα να γίνει πιο υπεύθυνη για τις δραστηριότητες εάν επενδύσει τους δικούς της πόρους σε αυτήν. Επίσης, ενθαρρύνουμε την Κυβέρνηση και εξωτερικούς δωρητές να συζητήσουν τις δραστηριότητές τους με όλη την κοινότητα ∙ αυτό ονομάζεται κοινοτική συμβουλευτική.

Εδώ, η κοινοτική συμμετοχή δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως ισότιμη της κοινοτικής συνεισφοράς ή της κοινοτικής συμβουλευτικής (όπως λανθασμένα γίνεται από πολλούς βοηθητικούς οργανισμούς).


 

ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Στος οικισμούς ανθρώπων κάποιες εγκαταστάσεις αποτελούν ιδιοκτησία ατόμων ή οικογενειών, συνήθως οι οικίες.

Άλλες εγκαταστάσεις, όπως δρόμοι, παροχή νερού ή σχολεία είναι ιδιοκτησία μιας ομάδας. Αυτά είναι κοινόχρηστα.

Οι κοινόχρηστες υπηρεσίες και εγκαταστάσεις είναι ένα από τα δεκαέξι στοιχεία ισχύος, δύναμης και πλούτου της κοινότητας ή οργάνωσης. Βλέπετε Στοιχεία Κοινοτικής Ισχύος.

Οι εγκαταστάσεις και υπηρεσίες (όπως οι δρόμοι, οι αγορές, το πόσιμο νερό, η πρόσβαση στην εκπαίδευση και οι υπηρεσίες υγείας), η συντήρησή τους (εξαρτώμενη συντήρηση και διόρθωση), η αεοφορία, και ο βαθμός πρόσβασης όλων των μελών της κοινότητας σε αυτά.

Όσο μεγαλύτερη πρόσβαση έχουν τα μέλη στις κοινόχρηστες εγκαταστάσεις, τόσο πιο μεγάλη είναι η ενίσχυσή τους. (Υπολογίζοντας το δυναμικό της οργάνωσης, αυτό περιλαμβάνει τον εξοπλισμό των γραφείων, εργαλεία, προμήθειες, πρόσβαση στις τουαλέτες και άλλες εγκαταστάσεις του προσωπικού, εγκαταστάσεις για εργασία, κτίρια).

Όταν κινητοποιεί μια κοινότητα να οργανωθεί και να δράσει, ο κινητοποιητής πρέπει να γνωρίζει το ρόλο των κοινόχρηστων υπηρεσιών και εγκαταστάσεων στην ενίσχυση της κοινότητας ή της οργάνωσης.


 

ΚΟΙΝΩΝΙΑ (gesellschaft)

Η Γερμανική λέξη gesellschaft  αντιστοιχεί στην Αγγλική λέξη "κοινωνία". Ωστόσο, ακολουθώντας τον Tonnies, η λέξη "gesellschaft" χρησιμοποιείται στην Κοινωνιολογία για να υποδείξει βαθμούς τυπικότητας σε μια κοινωνία ή τυπικά κοινωνικά χαρακτηριστικά. Υπονοεί μερική αλληλεπίδραση, όπου δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, όπου γνωρίζονται ως ρόλοι παρά ως άτομα στο σύνολο τους και όπου υπάρχει αρκετή τυπικότητα των κανόνων και της κοινωνικής οργάνωσης. Έρχεται σε αντίθεση με την "Gemeinschaft." Βλέπε: Χαρακτηριστικά της Κοινότητας

 Ελληνικά: κοινωνια,  English: gesellschaft,  Italiano: gesellschaft,  Română: gesellschaft,  中文 (Zhōngwén): 法理社会,


ΚΟΙΝΩΝΙΑ (Κοινωνικό-πολιτιστικό Σύστημα) (society )

Η έννοια της κοινωνίας παρερμηνεύεται εύκολα λόγω του ότι πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι η κοινωνία είναι ένα σύνολο ξεχωριστών ατόμων. Αντιθέτως, στην κοινωνιολογία, η κοινωνία είναι κάτι που συντηρείται ακόμη και αν όλα τα άτομα που την αποτελούν έρθουν και παρέλθουν, μέσω της γέννησης, του θανάτου ή της μετανάστευσης. Έτσι, η κοινωνία υπερβαίνει τα άτομα μέσω των οποίων εκδηλώνεται η ύπαρξή της.

Κι αν η κοινωνία δεν είναι τα ανθρώπινα μέλη της, τότε τι είναι; Είναι η συστηματική στάση, οι ενέργειες, οι αντιδράσεις και οι αλληλεπιδράσεις, καθώς και οι κοινές απόψεις και στάσεις που σχετίζονται με αυτές τις ενέργειες. Η ύπαρξή της συντηρείται μέσω της συμβολικής επικοινωνίας, όχι μέσω των γονιδίων. Δείτε Πολιτισμός.

 Català: societat,    Deutsch: Gesellschaft (Soziokulturelles System),    Ελληνικά: κοινωνια,    English: society,    Español: sociedad,    Français: société,    Português: sociedade,    中文 (Zhōngwén): 社会


ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ (social services)

Οι κοινωνικές υπηρεσίες ενός κράτους ή ενός φορέα είναι υπηρεσίες που προσφέρονται σε άτομα που βρίσκονται σε ανάγκη.  Παραδόξως, η διαχείρισή τους γίνεται συνήθως σε ατομική βάση και σπάνια λειτουργούν με βάση μια μεθοδολογία η οποία να βασίζεται σε κοινωνικές διαστάσεις ή στην κοινωνική οργάνωση.

Η αντιμετώπιση ατομικών προβλημάτων κατά περίπτωση είναι αναποτελεσματική, μη βιώσιμη και ακριβή προσέγγιση και εφαρμόζεται συνήθως σε πλούσιες χώρες ή από εύπορες υπηρεσίες. Οι κοινοτικές ή κοινωνικές προσεγγίσεις είναι πιο συνηθισμένες σε φτωχές χώρες και περιοχές. Η καλύτερη μεθοδολογία που μπορεί να εφαρμοστεί είναι η Κοινωνική Εργασία που βασίζεται στην Κοινότητα.

 Català: serveis socials,    Deutsch: Soziale Dienste,    Ελληνικά: κοινωνικεσ υπηρεσιεσ,    English: social services,    Español: servicios sociales,    Français: services sociaux,    Português: serviços sociais,    中文 (Zhōngwén): 社会服务


ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ (social change)

Η κοινωνία αλλάζει συνεχώς. Οι αλλαγές σε μία διάστασή της επηρεάζουν και όλες τις άλλες διαστάσεις.

Ο ρόλος του κινητοποιητή είναι να προσπαθήσει να επηρεάσει την κοινωνική αλλαγή και να την κατευθύνει προς την ανάπτυξη.

Στην κοινωνιολογική θεωρία, ο Karl Marx είχε γράψει ότι οι αλλαγές στις οικονομικές και τεχνολογικές διαστάσεις (ανεξάρτητες μεταβλητές) προκαλούν αλλαγές στις διαστάσεις των απόψεων και των αξιών (εξαρτώμενες μεταβλητές).

Αντίθετα, ο Max Weber είχε πει ότι οι αλλαγές στις απόψεις και στις αξίες (ανεξάρτητες μεταβλητές) προκαλούσαν αλλαγές στην τεχνολογία και την οικονομία (εξαρτώμενες μεταβλητές). Τόσο ο Marx όσο και ο Weber τοποθετούσαν την κοινωνική και πολιτική διάσταση στο επίκεντρο. Οι σύγχρονες θεωρίες για την κοινωνική αλλαγή συνδυάζουν τις δύο παραπάνω καθώς και άλλες θεωρίες.

 Català: canvi social,    Deutsch: Sozialer Wandel,    Ελληνικά: κοινωνικη αλλαγη,    English: social change,    Español: cambio social,    Français: changement social,    Português: mudança social,    中文 (Zhōngwén): 社会转变


ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ (social interaction)

Η κοινωνική αλληλεπίδραση είναι η συμπεριφορά και οι απόψεις ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίοι εξαρτώνται από τις απόψεις και τη συμπεριφορά του ενός προς τον άλλον, καθώς και άλλων ανθρώπων προς αυτούς. Δείτε κοινωνική οπτική γωνία.

Οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα που σημαίνει ότι δε σκέφτονται, ούτε αντιδρούν ως άτομα σε πλήρη απομόνωση. Σκέφτονται και δρουν σε σχέση με άλλους ανθρώπους. Δε δρουν/δρούμε απλώς, αλλά αντιδρούν/αντιδρούμε. Δείτε Αλληλεπίδραση.

 Català: interacció social,    Deutsch: Soziale Interaktion,    Ελληνικά: κοινωνικη αλληλεπιδραση,    English: social interaction,    Español: interacción social,    Français: interaction sociale,    Português: interação social,    中文 (Zhōngwén): 社会互动


ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ (social engineering)

Η πρακτική εφαρμογή της επιστήμης της χημείας γίνεται από τον κλάδο των χημικών μηχανικών. Η πρακτική εφαρμογή της επιστήμης της φυσικής γίνεται από τον κλάδο των πολιτικών μηχανικών.

Ίσως είμαστε προδιατεθειμένοι να συμπεράνουμε κατ' επέκταση ότι η πρακτική εφαρμογή της επιστήμης της κοινωνιολογίας πρέπει να ονομάζεται Κοινωνική Μηχανική.

Όχι.

Ένας αγρότης μπορεί να σας πει ότι όταν θέλουμε να ψηλώσει το σιτάρι, δε γίνεται να το τραβήξουμε προς τα πάνω με μηχανικά μέσα.

Του παρέχουμε ηλιακό φως, νερό, μερικά άλατα, καλό έδαφος και θα αναπτυχθεί ── φυσικά── από μέσα.

Το να το τραβήξουμε από την κορυφή είναι μηχανικό, βάναυσο, σκληρό και αναποτελεσματικό. Η κοινωνική μηχανική είναι όμοια με το παραπάνω παράδειγμα.

Ένας κοινωνικός θεσμός, όπως η κοινότητα, αναπτύσσεται από το εσωτερικό του με φυσικό τρόπο.

Εμείς μπορούμε να δώσουμε κίνητρα με τη μορφή των παρεμβάσεων της κινητοποίησης, αλλά ο θεσμός αναπτύσσεται μόνος του.

Η εφαρμογή βίας, όπως συνέβη με την προσπάθεια αναγκαστικής επανεγκατάστασης κατά τη διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης του Μενγκίστου στην Αιθιοπία (εξαναγκαστική συγκέντρωση διασκορπισμένων ομάδων σε πυρηνικούς οικισμούς), ανήκει στην κατηγορία των ενεργειών που ονομάζουμε κοινωνική μηχανική.

Η ενθάρρυνση των κοινοτήτων να γίνονται δυνατότερες από μόνες τους και να αναπτύσσουν τις δυνατότητές τους είναι μία από τις πολλές εφαρμογές της κοινωνιολογίας, αλλά δεν πρέπει να ονομάζεται κοινωνική μηχανική.

 Català: enginyeria social,    Deutsch: Sozialingenieurwesen,    Ελληνικά: κοινωνικη μηχανικη,    English: social engineering,    Español: ingeniería social,    Français: génie social,    Português: engenharia social,    中文 (Zhōngwén): 社会工程


ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ (social perspective)

Η «κοινωνική οπτική γωνία» είναι ένας τρόπος αντίληψης της κοινωνίας. Θεωρεί ότι η κοινωνία είναι κάτι πάνω και περισσότερο από τους ανθρώπους που υπάρχουν σε αυτήν. Έχει δική της ζωή ── μια κοινωνιολογική ζωή. Στην ανθρωπολογία, μερικές φορές ονομάζεται «υπέρ-οργανική» αφού ο πολιτισμός (κοινωνία) υπερβαίνει τα άτομα που τον αποτελούν. Η κοινωνία δε θεωρείται απλώς ένα σύνολο ατόμων, αλλά ένα σύστημα συμπεριφορών, αλληλεπιδράσεων, ιδεών και αξιών τα οποία εκδηλώνονται μέσω των συμβόλων και μεταδίδονται μέσω αυτών και όχι μέσω γονιδίων ή χρωμοσωμάτων.

Είναι ένα επιστημονικό δημιούργημα── κοινωνική επιστήμη. Ως δημιούργημα, μοιάζει με το ομοίωμα ενός ατόμου ή ενός ηλιακού συστήματος. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την κοινωνία ως σύνολο σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά μόνο μερικά σημεία της. (Δείτε την Ιστορία του Ελέφαντα). Απαιτείται ανάλυση από εσάς, τον παρατηρητή. Η κοινότητα, η οποία είναι το αντικείμενο της παρέμβασης σας (ως κινητοποιητής) είναι μια κοινωνική οργάνωση ή αλλιώς δημιούργημα και απαιτεί να έχετε κοινωνική οπτική γωνία για να το δείτε και να το καταλάβετε. Εάν θέλετε να δυναμώσετε αποτελεσματικά μια κοινότητα ή να δώσετε το έναυσμα για την ανάπτυξή της, χρειάζεται να έχετε κοινωνική οπτική γωνία.

 Deutsch: Soziologische Perspektive,    Ελληνικά: κοινωνικη οπτικη γωνια,    English: social perspective,    Español: perspectiva social,    Português: perspectiva social,    中文 (Zhōngwén): 社会观点


ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ (social organization)

Η έννοια της «κοινωνικής οργάνωσης» δηλώνει ότι μια κοινωνία είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα σύνολο ατόμων αφού αποτελείται από συστήματα, καθένα από τα οποία διαθέτει «όργανα» τα οποία είναι το κοινωνικό ισοδύναμο των βιολογικών οργάνων. Ο κινητοποιητής ασχολείται με οργανώσεις και κοινότητες οι οποίες αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής οργάνωσης.

Για να είναι αποτελεσματικός ένας κινητοποιητής κοινοτήτων, πρέπει να μπορεί να αναδιοργανώνει τα στοιχεία της οργάνωσης στην κοινότητα και να γνωρίζει πώς αυτά λειτουργούν.

 Català: organització social,    Deutsch: Soziale Organisation,    Ελληνικά: κοινωνικη οργανωση,    English: social organization,    Español: organización social,    Français: organisation sociale    Português: organização social,    中文 (Zhōngwén): 社会组织


ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΤΑΞΗ (social class)

Οι κοινωνική τάξη είναι ένας κοινωνικός θεσμός.

Είναι ένας τρόπος διαχωρισμού της κοινωνίας σε διαφορετικά επίπεδα ισχύος, κύρους και πλούτου (τα τρία στοιχεία της ανισότητας).

Στις πιο απλές κοινωνίες, όπως αυτές που βασίζονται στη συλλογή τροφής και στο κυνήγι, η έννοια της κοινωνικής τάξης συνήθως είτε δεν υπάρχει καθόλου, είτε βρίσκεται στο κατώτατο επίπεδο.

Στην αγροτική κοινωνία, όπου υπάρχουν, για παράδειγμα, μόνο ιδιοκτήτες γης και δουλοπάροικοι, τείνει να είναι αρκετά απλή έχοντας περιορισμένο αριθμό τάξεων

Στις αστικές βιομηχανικές κοινωνίες, τείνει να είναι πολύ περίπλοκη με πολλά επίπεδα κοινωνικής διαστρωμάτωσης.

Ο Marx θεωρούσε μόνο δύο κοινωνικές τάξεις ως τις σημαντικότερες στις βιομηχανικές κοινωνίες, τους εργαζόμενους και τους ιδιοκτήτες.

Οι μετέπειτα κοινωνιολόγοι πρόσθεσαν περισσότερες τάξεις και οι απόψεις των σύγχρονων κοινωνιολόγων διαφέρουν σχετικά με το πόσες τάξεις υπάρχουν σε μια αστική βιομηχανική ή μεταβιομηχανική κοινωνία.

Οι κοινότητες μπορούν να εντοπιστούν (από τον κινητοποιητή) σε μικρές κοινωνίες χωρίς διαμορφωμένη διάκριση των τάξεων ή σε παρόμοια ταξικά επίπεδα στις πιο περίπλοκες κοινωνίες.

Η κοινωνική τάξη είναι πιο σημαντική και παίζει σημαντικότερο ρόλο στην κοινωνική αλληλεπίδραση στο Ηνωμένο Βασίλειο από ό,τι σε άλλες κοινωνίες που έχουν τα αγγλικά ως κύρια γλώσσα, όπως για παράδειγμα η Βόρεια Αμερική.

Δείτε Τάξη

 Català: classe social,    Ελληνικά: κοινωνική ταξη,    English: social class,    Español: clase social,    中文 (Zhōngwén): 社会阶层


ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΔΕΔΟΜΕΝΟ (social fact)

Ο Emile Durkheim, ένας από τους θεμελιωτές της κοινωνιολογίας, είχε ορίσει τα «κοινωνικά δεδομένα» ως χαρακτηριστικά που έχουν παρατηρηθεί και είναι κοινωνικά.

Είναι απαραίτητο να υιοθετήσουμε « κοινωνιολογική οπτική γωνία» προκειμένου να αναγνωρίσουμε ένα κοινωνικό δεδομένο.

Δείτε: Durkheim.

 Català: realitat social,    Deutsch: Soziale Tatbestände,    Ελληνικά: κοινωνικο δεδομενο,    English: social fact,    Español: los hechos sociales,    Français: les faits sociaux,    Português: fatos sociais,    中文 (Zhōngwén): 社会事实


ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ (social problem)

Το κοινωνικό πρόβλημα διαφέρει ποιοτικά από το ατομικό πρόβλημα. Αυτό που το κάνει κοινωνικό είναι ότι έχει «συστημική» σημασία, ότι είναι πρόβλημα του συστήματος, όχι απλώς μια ανωμαλία.

Εδώ, το «σύστημα» είναι η ίδια η κοινωνία. Ίσως υπάρχει η δυνατότητα να αντιμετωπιστούν ορισμένες πτυχές του προβλήματος, αλλά η επίλυση ολόκληρου του προβλήματος απαιτεί κοινωνική αλλαγή, και αυτό υπαγορεύει την ανάγκη για κοινωνικές παρεμβάσεις.

 Deutsch: Soziales Problem,    Ελληνικά: κοινωνικο προβλημα,    English: social problem,    Español: problema social,    中文 (Zhōngwén): 社会问题


ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΧΙΣΜΑ (social schism)

Σε καμιά κοινότητα δεν υπάρχει φυσική ενότητα. Σε κάθε κοινότητα υπάρχουν σχίσματα και διαιρέσεις. Όλες οι ενέργειες σας πρέπει να συμβάλουν στην ενότητα της κοινότητας. (Δείτε Ενότητα). Όταν κάνετε προτάσεις για τον τρόπο απόκτησης πόρων για ένα κοινοτικό πρόγραμμα, δεν πρέπει να επιμένετε σε μια συγκεκριμένη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει η κοινότητα: μερικές στρατηγικές ίσως συμβάλλουν στη διαίρεση της κοινότητας.

Πρέπει να προτείνουμε και να συμβουλεύουμε και βεβαίως να ακούμε ό,τι λένε τα μέλη της κοινότητας (ιδιαίτερα τα ήσυχα μέλη) κι αν κάνουν αρνητικούς υπαινιγμούς σχετικά με οποιαδήποτε στρατηγική η οποία μπορεί να προκαλέσει διαίρεση.

Οι διαιρέσεις σε οποιαδήποτε κοινότητα μπορεί να βασίζονται σε πολλούς παράγοντες: φυλές, θρησκείες, τάξη, εισόδημα, εκπαίδευση, κατοχή γης, εθνική καταγωγή, ηλικία, φύλο κ.τ.λ. Το επίπεδο της ανοχής ανάμεσα σε αυτές τις διαιρέσεις μπορεί, επίσης, να ποικίλει για διάφορους λόγους.

Η δουλειά μας είναι να εργαστούμε με τρόπο τέτοιο, ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τις διαφορές, να βελτιώσουμε την ενότητα και την εμπιστοσύνη στην κοινότητα, και να κατανικήσουμε τα κοινωνικά σχίσματα.

 Català: cisma social,    Deutsch: Soziales Schisma,    Ελληνικά: κοινωνικο σχισμα,    English: social schism,    Español: división social,    Français: schism social,    Português: cisma social,    中文 (Zhōngwén): 社会分化


ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (social system)

Η έννοια «κοινωνικό σύστημα» αναγνωρίζει ότι το κοινωνικό επίπεδο, όπου οι κοινωνικές οργανώσεις θεωρούνται ως κάτι περισσότερο από ένα απλό σύνολο ατόμων, είναι συστημικό. Στο ανόργανο ή φυσικό επίπεδο, το ηλιακό σύστημα ή το αυτοκίνητο αποτελούν συστήματα. Στο οργανικό ή βιολογικό επίπεδο, ένα δένδρο ή ένα σκυλί ή οποιαδήποτε αποικία είναι συστήματα.

Στο υπέρ-οργανικό ή πολιτιστικό επίπεδο, η κοινότητα ή η υπηρεσία είναι συστήματα. Η αναγνώριση των συστημικών χαρακτηριστικών της κοινωνίας, το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ των πραγμάτων, στο κοινωνικό ή στο πολιτιστικό επίπεδο, είναι σημαντική ώστε να μάθουμε πώς λειτουργούν οι κοινότητες και πώς μπορούμε να τις επηρεάσουμε.

 Català: sistema social,    Deutsch: Gesellschaftssystem,    Ελληνικά: κοινωνικο συστημα,    English: social system,    Español: sistema social,    Français: système social,    Português: sistema social,    中文 (Zhōngwén): 社会系统


ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ (socialization)

Η Κοινωνικοποίηση είναι μια διαδικασία η οποία ξεκινάει από τη γέννησή μας (ή και νωρίτερα, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι), κατά την οποία ως βιολογικοί οργανισμοί γινόμαστε άνθρωποι, γινόμαστε κοινωνικά όντα. Γίνομαι κοινωνικό ον σημαίνει ξεπερνάω (υπερβαίνω) την ύπαρξη μου ως βιολογικό ον και γίνομαι μέρος ενός κοινωνικού συστήματος.

Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται μέχρι το θάνατό μας, όπως και η μάθηση. Δείτε Προσπολιτισμός. Κατά τη διαδικασία αυτή, μαθαίνουμε τη γλώσσα μας, μαθαίνουμε τις αξίες μας και τις απόψειςμας, μαθαίνουμε τα σύμβολα που μας είναι απαραίτητα για να συμμετέχουμε στις οικονομικές, τις τεχνολογικές, τις πολιτικές και τις διαδραστικές διαστάσεις της κοινωνίας. Δείτε Διαστάσεις του Πολιτισμού.

 Català: socialització,    Deutsch: Sozialisierung,    Ελληνικά: κοινωνικοποιηση,    English: socialization,    Español: culturización, socialización,    Français: socialisation, enculturation,    Português: socialização,    中文 (Zhōngwén): 社会化


ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ (social institution)

Σε όλες τις γλώσσες, η λέξη «θεσμός» συνήθως αναφέρεται σε μια γραφειοκρατική οργάνωση με άτομα τα οποία δε διαθέτουν τον πλήρη νομικό έλεγχο των ζωών τους. Επομένως, χρησιμοποιείται συνήθως για φυλακές ή για κλινικές για άτομα με νοητικά προβλήματα. Στην κοινωνιολογία, έχει αποκτήσει πολύ διαφορετικό νόημα. Είναι το αναγνωρισμένο πρότυπο κοινωνικής αλληλεπίδρασης.

Η «οικογένεια» είναι ένα τέτοιο πρότυπο κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Η «πεθερά», εκτός από κοινωνικός ρόλος, είναι και θεσμός. Ο θεσμός συνοδεύεται από μια σειρά στάσεων, προτύπων συμπεριφοράς, προσδοκιών και εννοιών. Η κοινότητα, η οποία είναι το αντικείμενο της παρέμβασης του κινητοποιητή, είναι κοινωνική οργάνωση και κοινωνικός θεσμός.

 Català: institució social,    Deutsch: Soziale Institution,    Ελληνικά: κοινωνικοσ θεσμοσ,    English: social institution,    Español: institución social,    Français: institution sociale,    Português: instituição social,    中文 (Zhōngwén): 社会制度


ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ (sociological perspective)

Αυτός είναι ένας τρόπος ανάλυσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και σκέψης ως ενότητα που λέγεται κοινωνία.

Παρά το γεγονός ότι η έννοια της κοινωνίας είναι ένα θεωρητικό μοντέλο, το οποίο δεν μπορούμε να το δούμε, να το αγγίξουμε ή να το αισθανθούμε άμεσα, όπως ένα άτομο ή ένα ηλιακό σύστημα, είναι η θεμελιώδης βάση πάνω στην οποία χτίζεται η επιστήμη της κοινωνιολογίας.

Άτομα, τα οποία δε διαθέτουν κοινωνιολογική οπτική γωνία, θεωρούν ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά και οι ιδέες είναι ξεχωριστές και ατομικές και ότι δε συνθέτουν ένα ευρύτερο σύνολο.

Στη δική μας μελέτη για την κοινωνία και πώς να την ενδυναμώσετε, η ίδια η κοινότητα θεωρείται ως ένα κοινωνικό δημιούργημα το οποίο αποτελείται από συμπεριφορές και ιδέες ανθρώπων, αλλά όχι από τους ίδιους τους ανθρώπους.

 Català: perspectiva sociològica,    Ελληνικά: κοινωνιολογικη οπτικη γωνια,    English: sociological perspective,    中文 (Zhōngwén): 社会学观点


 

ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ

Μια διάσταση της κουλτούρας.

Δες Εννοιολογική Πεποίθηση Διάσταση.

 Català: visió del món,    Deutsch: Weltbild,    Ελληνικά: κοσμοθεωρια,    English: world view,    Español: dimension dogmática y conceptual,    Français: dimension croyance conceptuelle,    Italiano: Visione del mondo,    Português: cosmology,    Română: viziunea asupra lumii,    Pyccкий: Измерение мировоззрения и верования,    中文 (Zhōngwén): 世界观


ΚΟΥΡΆΓΙΟ

Κουράγιο είναι, επιγραμματικά, η "ανδρεία", και συχνά αναφέρεται στην ανδρεία που χρειάζεται για να τελεστεί το δύσκολο αλλά και σωστό, όπως το να είναι κάποιος ειλικρινής και διαφανής με τα συλλογικά ή δημόσια κεφάλαια.

Είναι ακόμη ο πυρήνας της λέξης "ενθαρρύνω", που είναι αυτό το οποίο προσπαθεί να κάνει αυτός που συνιστά κινητοποίηση, να τους κεντρίσει να αφήσουν την απάθεια και την μοιρολατρεία και να κινητοποιηθούν με δραστηριότητες αυτοβοήθειας. Το ίδιο προσπαθεί να κάνει και ένας καλός διευθυντής σαν αρχηγός του προσωπικού του.

Deutsch: mut, Ελληνικά: κουράγιο, English: courage, Español: ánimo, Français: courage, Kiswahili: uhodari, Português: coragem


ΚΡΙΤΙΚΉ

Ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια σοφίας γιανα μάθει κανείς είναι πως, όταν δούμε κάποιολάθος, το να το επικρίνουμε συνήθως δεν το αναιρεί ούτε διορθώνει το πρόβλημα. Αντί για αυτό, συνήθως κάνει το πρόβλημα χειρότερο.

Γιατί αυτό; Επειδή οι άνθρωποι αισθάνονται να απειλούνται και ότι τους επιτίθενται όταν κάποιος τους επικρίνει. Η κριτική χαμηλώνει την αυτοπεποίθησή και το γόητρο τους/μας.  Υιοθετούμε αμυντική στάση όταν μας κριτικάρουν και, αντί να διορθώσουμε το λάθος, τείνουμε να το υπερασπιζόμαστε.

Όταν κινητοποιούμε κοινότητες, συντονίζουμε εθελοντές ή διοικούμε προσωπικό, πρέπει να μάθουμε να περιμένουμε ότι θα κάνουν λάθη και να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε αυτά τα λάθη με τρόπους ου συμβάλλουν στην εκπλήρωση των σκοπών μας.

Δείχνοντας το θυμό μας, κριτικάροντας το άτομο που κάνει το λάθος, μπορεί να έχει σαν σκοπό το να "ξεσπάσουμε", όμως πληρώνουμε τεράστιο τίμημα για αυτή την προσωπική ανακούφιση. Ανατρέξτε στις λέξεις-κλειδιά Λάθη, Θυμός,και Σάντουιτς, και αναζητήστε τρόπους να διορθώσετε τα λάθη χωρίς αρνητική κριτική.

Βλέπε: Να επαινείτε συχνά.

Deutsch: kritik, Ελληνικά: κριτική, English: críticas, Español: críticas, Filipino/Tagalog: kritisismo o pamumuna, Français: critique, Galego: crítica, Kiswahili: pingamizi, Malay: kritikan, Português: crítica, Română: critica, Tiên Việt: phê bình


ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΖΩΟΔΌΤΗΣΗ

Κοινωνική Ζωοδότηση σημαίνει να δώσεις ζωή, ψυχή ("anima") σε ένα κοινωνικό θεσμό όπως η κοινότητα.

Συνήθως αποκαλείται "Ζωοδότηση" (δεν πρέπει να συγχέεται με τον σχεδιασμό κινουμένων σχεδίων - στα αγγλικά, η λέξη animation συμπιπτει νοηματικά με τον σχεδιασμό κιν. σχεδίων, Σ.τ.Μ) Βλέπε Ζωοδότηση.

াংলা : সামাজিক অনুপ্রেরণা,    Bahasa Indonesia: animasi,    Català: animació,    Deutsch: Soziale Animation,    Ελληνικά: κοινωνική ζωοδότηση,    English: social animation,    Español: animación social,    Euskera: gizarte animazioa,    Filipino: pagbibigay-buhay panlipunan,    Français: animation sociale,    Italiano: animazione sociale,    日本語: 社会活発化, ,    Malay: animasi sosial,    Português: animação social,    Română: animare sociala    Pyccкий: Осведомленность    Srpski: animacija,    తెలుగు: జీవనము    Tiên Việt: lòng nhiệt tình xã hội,    Türkçe: canlandırma,  中文 : 激励社会



 
──»«──
Εάν βρήκατε μια λέξη που σχετίζεται με την κοινοτική παροχή εξουσιοδότησης και χρειάζεται συζήτηση, γράψτε μας.
Αν αντιγράφετε κείμενο από αυτή την τοποθεσία, αναφέρετε τους συντάκτες
και δημιουργήστε συνδέσμους στην τοποθεσία www.cec.vcn.bc.ca
Αυτή η τοποθεσία φιλοξενείται μέσω από το Vancouver Community Network (VCN)

© Πνευματικά δικαιώματα 1967, 1987, 2007 Φιλ Μπαρτλ
Σχεδιασμός ιστοσελίδας Lourdes Sada
──»«──
Τελευταία ενημέρωση: 2015.10.05


 Κεντρική σελίδα