Μεταφράσεις:
'العربية / al-ʿarabīyah |
Σύνδεσμοι με λέξεις που ξεκινούν από:Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ ΩωΛΈΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΆ ΜΈΣΑ ΣΤΗΝ ΕΝΌΤΗΤΑ "ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ"του Δρ. Φιλ Μπαρτλμετάφραση: Χριστίνα ΚόκαληΘΥΜΌΣ Πιθανότατα, το πιο επικίνδυνο συναίσθημα στη δουλειά μας είναι ο θυμός. –– Πώς τον αντιμετωπίζουμε. Ως ανθρώπινα όντα, έχουμε συναισθήματα, και ο θυμός είναι ένα από αυτά. Δεν είναι κακό να θυμώνουμε: είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Δεν θα πρέπει να αισθανόμαστε ενοχές ή ντροπή όταν νιώθουμε το συναίσθημα του θυμού. Ο θυμός από μόνος του είναι ένα φυσιολογικό ανθρώπινο συναίσθημα. Όποτε αισθανόμαστε θυμωμένοι, θα πρέπει να αποδεχόμαστε αυτό το συναίσθημα. Ωστόσο, ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε όταν θυμώνουμε μπορεί να επιρρεάσει τη δουλειά μας, είτε πρόκειται για κινητοποίηση κοινοτήτων, συντονισμό εθελοντών ή διοίκηση προσωπικού. Όταν ένας πελάτης, εθελοντής, μέλος του προσωπικού ή της κοινότητας κάνει ένα λάθος, ειδικά εάν αυτό επιρρέαζει του σκοπούς μας, για παράδειγμα, μπαίνουμε στον πειρασμό να δείξουμε τον θυμό μας, ενώ αυτή ακριβώς είναι η στιγμή που θα πρέπει να είμαστε ήρεμοι και ψύχραιμοι. Όταν βλέπουμε κάποιον να κάνει ένα λάθος που επιρρεάζει την επιθυμητή για μας απόδοση, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως αυτό μας δημιουργεί θυμό και πως είναι δική μας ευθύνη να τον αντιμετωπίσουμε. Η καλύτερη αρχική αντίδραση είναι να πάμε μια βόλτα. Εάν δεν υπάρχει αρκετός χρόνος, τότε θα πρέπει τουλάχιστον να πάμε σε ένα διπλανό δωμάτιο, χωρίς να αφήσουμε να φανεί ο θυμός μας, και να τον αφήσουμε να καταλαγιάσει εκεί, μακριά από το βλέμμα εκείνων που μας τον προξένησαν. Τότε, όταν θα έχουμε θέσει το θυμό μας υπό έλεγχο, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά το γεγονός που προκάλεσε το θυμό μας. Εάν ήταν λάθος κάποιου πελάτη, εθελοντή, μέλους του προσωπικού ή της κοινότητας, μπορούμε να δράσουμε όπως περιγράφεται στην λέξη κλειδί Λάθος.Η πράξη θα είναι αποτελεσματική μόνο εάν αναλάβουμε να την εκτελέσουμε όταν είμαστε ψύχραιμοι, ήρεμοι και συγκεντρωμένοι. العربيّة:غضب, বাংলা : রাগ, Bahasa Indonesia: kemarahan, Català: ira, Deutsch: wut, Ελληνικά: Θυμός, English: anger, ire, choler, Español: Ira, Euskera: Haserrea, Filipino: galit, Français: colère, Galego: anoxo, हिन्दी : क्रोध, Italiano: collera, 日本語: 怒り, Kiswahili: hasira, Malay: Kemarahan, Português: ira, Română: furie, Pyccкий: злость, Srpski: bes, Tiên Việt: sự tức giận, తెలుగు: ఆవేశము, Türkçe: öfke, 中文 : 怒气ΖΩΟΔΌΤΗΣΗ (Animation) Κάποιες φορές αποκαλείται κοινωνική κινητικότητα, από την ελληνική λέξη "anima" - άνεμος - (ζωή ψυχή, αυτό-κίνηση). Είναι η ικανότητα να παρακινεί κανείς ή να κινητοποιεί μια κοινότητα ώστε να κινείται, να ζει και να αναπτύσσεται από μόνη της. Κάποιες φορές χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο για την κινητοποίηση. Ζωοδότηση σημαίνει να ενώνεται και να κινητοποιείται η κοινότητα για να κάνει ότι εκείνη (σαν μονάδα) θέλει να κάνει. Η μεθοδολογία της Κοινοτικής Ενδυνάμωσης πηγαίνει την κοινοτική ζωοδότηση ένα βήμα μακρύτερα, χρησιμοποιώντας μεθόδους διοικητικής εκπαίδευσης για να αυξήσει ακόμη περισσότερο τις δυνατότητες της κοινότητας ή τους οργανισμούς τη που βασίζονται στην κοινότητα, για να αποφασίσει, να σχεδιάσει και να διαχειριστεί την ίδια την ανάπτυξή της. Εκπαιδεύει τα μέλη της κοινότητας και τους διαχειριστές στις τεχνικές εκπαίδευσης που είναι απαραίτητες για να είναι σίγουρο πως η κοινότητα παίρνει τον έλεγχο της ανάπτυξής της. Επίσης, ενθαρρύνει και εκπαιδεύει τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, τις τοπικές αρχές και τους διαχειριστές της κοινότητας να εγκαταλείπουν τον προστατευτικό ρόλο του παροχέα διευκολύνσεων και υπηρεσιών. Μαθαίνουν πως να διευκολύνουν τις κοινότητες στο να προσδιορίζουν τους πόρους και να παίρνουν μέτρα για να παράσχουν και να διατηρούν εγκαταστάσεις και υπηρεσίες για τα άτομα που προέρχονται από εποικισμό. العربيّة: تنشيط, বাংলা : অনুপ্রেরণা, Bahasa Indonesia: animasi, Català: animació, Deutsch: animation, Ελληνικά: εμψυχωση, English: animation, Español: animación social, Euskera: animazioa, فارسی: فعالیت, Filipino: pagbibigay-buhay panlipunan, Français: animation sociale, Galego: animación, हिन्दी : सजीवता, एनिमेशन, Italiano: animazione, 日本語: 活発化, 社会活発化, Kiswahili: ramsa, Malay: animasi, Português: animação, animação social, Română: animare, Pyccкий: анимация, Srpski: animacija, తెలుగు: సజీవనము, Tiên Việt: sự nhiệt tình, Türkçe: canlandırmak, 中文 : 激励ΖΩΟΔΌΤΗΣ Κινητοποιητής. Βλέπε: ζωοδότηση. العربيّة: العربية, বাংলা : অনুপ্রেরক, Bahasa Indonesia: animator, Català: animador, Deutch: animator, Ελληνικά: ζωοδότης, κινητοποιητής, activist, English: animator, mobilizer, activist, Español: activista, Euskera: animatzailea, Filipino: Pagbibigay-Buhay, Français: mobilisateur, animateur, Galego: animador, Italiano: animatore, 日本語: 訓練士, Kiswahili: ramsisha, Malay: penganimasi, Português: animador, Română: animator, Pyccкий: аниматор, Srpski: animator, తెలుగు: సజీవనము కలిగించే వాడు, Tiên Việt: người vận động, Türkçe: canlandırıcı, 中文 : 激励者ΑΠΆΘΕΙΑ Η απάθεια είναι ένας από τους πέντε παράγοντες της φτώχειας και της εξάρτησης. Κάποιες φορές συνδέεται με μια μοιρολατρική φιλοσοφία. Ωστόσο: "Προσευχήσου στο Θεό, αλλά παράλληλα να κωπηλατείς και προς την ακτή", αυτή η ρωσική παροιμία δείχνει ότι αν και είμαστε στα χέρια του Θεού, έχουμε και την ευθύνη να βοηθήσουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Δημιουργηθήκαμε με πολλές ικανότητες: να επιλέγουμε, να συνεργαζόμαστε, να οργανώνουμε την βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Δεν θα πρέπει να αφήσουμε την άποψη που έχουμε για τον Θεό ή τον Αλλάχ να χρησιμοποιηθούν σαν δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτα. العربيّة: العربيّة, বাংলা : উদাসীনতা, Bahasa Indonesia: apatis, Català: apatia, Deutsch: Apathie, Ελληνικά: απαθεια, English: apathy, Español: apatía, Euskera: apatia, Ewe: aiko ibi ara si nkan, Filipino: pagsasawalang bahala, Français: apathie, Galego: apatía, हिन्दी : बेपरवाही, Italiano: apatia, 日本語: 無関心, Kiswahili: usugu, Malay: apati, Português: apatia, Română: apatie, Pyccкий: апатия, Somali: naceyb, Srpski: ravnodušnost, বাংলা: উদাসীনতা, Tiên Việt: sự thờ ơ, Türkçe: duyarsizlık, 中文 : 态度冷淡ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΕΣ Η ικανότητα, ισχύς ή δύναμη μιας κοινότητας ή ενός οργανισμού. Όταν ισχυροποιείται, αποκτά δύναμη. العربيّة: قدرة, বাংলা : সক্ষমতাঃ, Bahasa Indonesia: kapasitas, Català: capacitat, Deutsch: Macht, empowerment, die stärkung, leistungsfähigkeit, Ελληνικά: δυνατότητες, ισχύς, δύναμη, English: capacity, power, strength, Español: capacidad, potenciación, Euskera: gaitasuna, Filipino/Tagalog: kakayahan, pagpapalakas, Français: capacité, empowerment, Galego: capacidade, हिन्दी (Hindi): क्षमता, Italiano: empowerment, 日本語: 容量, 強くする, Kiswahili: uwezo, Malay: kapasiti, Português: capacidade, fortalecendo, Română: capacitate, Pyccкий: paзвития, Af Soomaali: awooda, Srpski: sposobnost, తెలుగు: తాహతు, Tiên Việt: năng lực, tăng cường, Türkçe: kapasite, 中文 : 能力ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΔΥΝΑΤΟΤΉΤΩΝ "Η αύξηση των δυνατοτήτων" (ικανοτήτων) μιας κοινότητας ή ενός οργανισμού. Ισχυροποίηση. Ενδυνάμωση. Βλέπε Στοιχεία Ισχύος για μια καταγραφή δεκαέξι συστατικών της ανάπτυξης δυνατοτήτων. Η διαφορά μεταξύ της ανάπτυξης δυνατοτήτων και της οικοδόμησης δυνατοτήτων βρίσκεται στην αντίληψη του σημείου προέλευσης της δύναμης της ανάπτυξης. Ο όρος "οικοδόμηση δυνατοτήτων" υπονοεί ότι κάποιος παράγοντας από την κοινότητα ή τον οργανισμό προμηθεύει την ενέργεια για να αυξηθούν οι δυνατότητές. Ενημερώνεται από την έννοια της "κοινωνικής μηχανικής." Αντίθετα, ο όρος "ανάπτυξη δυνατοτήτων" υπονοεί ότι η ενέργεια για να επιτευχθεί η ανάπτυξη είναι εσωτερική, προέρχεται μέσα από την κοινότητα ή τον οργανισμό. Δείτε το σύνθημα του Julius Nyerere; Η κοινότητα αναπτύσσει η ίδια τον εαυτό της. العربيّة: العرب يّة: طو, বাংলা : সক্ষমতা উন্নয়নঃ, Bahasa Indonesia: pengembangan kapasitas, Català: desenvolupament de la capacitat, Deutsch: leistungsaufbau, leistungsentwicklung, English: capacity development, Ελληνικά: αναπτυξη ικανοτητων, Español: desarrollo de la capacidad, Euskera: gaitasunak garatzea, Ewe: sise awari ipa eni, Filipino/Tagalog; paglilinang ng kakayahan, Français: renforcement des capacités, développement des capacités, bâtiment de capacité, développement de capacité, fortifier de la communauté, Galego: desenvolvemento da capacidade, हिन्दी (Hindi): षमता विकास, अधिकारिकरण, Italiano: sviluppo della capacità, 日本語: 強くする, 容量の発展, Kiswahili: kujengea uwezo, Malay: pembangunan kapasiti, Português: desenvolvimento de capacidade, Română: dezvoltarea capacitatii, Pyccкий: Рaзвития, Af Soomaali: awoodsiinta, Srpski: razvoj sposobnosti, తెలుగు: తాహతు ప్రగతి, Tiên Việt: Năng lực phát triển, Türkçe: kapasite gelişimi, 中文 (Zhōngwén): 提高能力ΕΟΡΤΑΣΜΌΣ Ο εορτασμός είναι η εύθυμη αναγνώριση ενός γεγονότος, συνήθως όταν αυτό αλλάζει την κατάσταση ενός ατόμου ή πράγματος. Ο εορτασμός είναι μια δημόσια γιορτή. Για έναν κινητοποιητή, ο εορτασμός ενός κοινοτικού σχεδίου είναι ένα σημαντικό στοιχείο της κοινοτικής ενδυνάμωσης, όπου η κοινότητα λαμβάνει δημόσια αναγνώριση για την επιτυχή προσφυγή της στην αυτοβοήθεια. Είναι ακόμη μια ευκαιρία να ξεκινήσει μια νέα αρχή, ένας νέος κύκλος κινητοποίησης Βλέπε: Κύκλος Κινητοποίησης. Βλέπε: Εορτασμός. العربيّة: الاحتفال, বাংলা : উদ্যাপন, Bahasa Indonesia: perayaan, Català: celebració, Deutsch: feier, Ελληνικά: Εορτασμός, English: celebration, Español: celebración, Euskera: ospakizuna, Ewe: ajoyo, Filipino/Tagalog: pagdiriwang, Français: célébration, Galego: celebración, Italiano: celebrazione, 日本語: お祝い, Kiswahili: sherehe, Malay: keraian, Português: comemoração, Română: celebrare, Pyccкий: празднование, Srpski: Proslava తెలుగు: ఉత్సవము, Tiên Việt: sự khen ngợi, Türkçe: kutlama, ردو: جشن, 中文 : 庆祝ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΊΑ Η παροχή βοήθειας σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ένδεια ή που έχουν κάποια άλλη ανάγκη, είναι μια παγκόσμια αξία και συναντάται σε όλες τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου. Αλλά υπάρχουν διάφορα είδη προσφοράς Εάν η προσφορά σας κάνει τον παραλήπτη εξαρτώμενο από εσάς, τότε δεν βοηθάτε τον παραλήπτη να ενδυναμωθεί, ούτε να βασίζεται περισσότερο στον εαυτό του. Όταν δίνετε χρήματα σε έναν ζητιάνο στο δρόμο, τον ενθαρρύνετε να είναι ζητιάνος. Εάν η βοήθεια σας είναι καλά προγραμματισμένη και συμβάλλει στην ενδυνάμωση του παραλήπτη (δείτε την ιστορία του Μωάμεθ και του σκοινιού στις Ιστορίες), τότε πρόκειται για μια πολύ πιο χρήσιμη προσφορά. বাংলা : বদান্যতা, Bahasa Indonesia: amal, Català: caritat, Deutsch: Wohltätigkeit, Ελληνικά: φιλανθρωπία, English: charity, Español: caritativo, Euskera: karitatea, Ewe: aanu sise, Filipino/Tagalog: kawang-gawa, Français: charité, Galego: caridade, Italiano: carità, 日本語: 慈善, Kiswahili: kujitolea, Malay: amal, Português: caridade, Română: caritate, Srpski: milostinja, తెలుగు: దాన గుణం, Tiên Việt: lòng nhân từ, Türkçe: yardimseverlİk, 中文 : 慈善ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ Η λέξη "κοινότητα" έχει χρησιμοποιηθεί για διαφορετικά πλαίσια αναφοράς. Οι βιολόγοι μιλούν για κοινότητα εννοώντας αρκετά μέλη ενός μόνο είδους, ή προερχόμενα από αρκετά διαφορετικά είδη, που ζουν, ανταγωνίζονται και συνεργάζονται, για να δημιουργήσουν ένα ευρύτερο σύνολο. Από την στιγμή της έλευσης του διαδικτύου και της τεχνολογίας πληροφόρησης, πολλές ομάδες προσώπων, συχνά εκείνες που έχουν ένα κοινό ενδιαφέρον, έχουν εξαπλωθεί χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς και που επικοινωνούν ηλεκτρονικά. Στη συγκεκριμένη εκπαιδευτική σειρά αυτής της ιστοσελίδας, η έμφαση δίδεται σε μια πιο ορθόδοξη έννοια της κοινότητας, μιας κοινότητας που αποτελείται από ανθρώπινα όντα, που συνήθως έχει γεωγραφικά όρια (εκτός εάν αυτά μπορούν να εξαπλωθούν, όπως γίνεται στις νομαδικές κοινότητες) που σχετίζεται, για παράδειγμα, με κοινότητες που ποικίλλουν από τοπικές γειτονιές και μεγάλες αστικές περιοχές , μέχρι απομονωμένα αγροτικά χωριά. Βλέπε Κατοικία. Μια κοινότητα δεν είναι απλά μια σύνθεση ξεχωριστών ανρώπινων όντων. Είναι ένας υπερ-οργανισμός που ανήκει σε και είναι κομμάτι ενός πολιτισμού, που αποτελείται από αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων, που αφορούν οτιδήποτε μπορεί να μαθευτεί. Οι έξι διαστάσεις της περιλαμβάνουν: τεχνολογία, οικονομία, πολιτική ισχύ, κοινωνικά πρότυπα, κοινές αξίες, πεποιθήσεις και ιδέες. Δεν μεταδίδεται με βιολογικά μέσα, αλλά με τη μάθηση. Όπως ένα δέντρο ή μια άλλη μορφή ζωής που υπερβαίνει τα ίδια τα άτομα που την αποτελούν, τα ανθρώπινα μέλη της (κοινότητας) μπορούν να έρχονται ή να φεύγουν, μέσω του θανάτου, της γέννησης ή της μετανάστευσης, και πάλι συνεχίζει να υπάρχει και να αναπτύσσεται. Δεν είναι ποτέ ομοιογενής, καθώς εμπεριέχει πολλές φατρίες, σχίσματα ανταγωνισμούς και συγκρούσεις. Μια κοινότητα είναι το "όλον, που είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των επιμέρους μερών του". Βλέπε: Τί είναι Κοινότητα." Βλέπε: Κοινοτικά Χαρακτηριστικά. বাংলা : জনগোষ্ঠি, Bahasa Indonesia: komunitas masyarakat, Català: comunitat, Deutsch: gemeinde, Ελληνικά: κοινότητα, English: community, Español: comunidad, Euskera: komunitatea, Ewe: awujo, Filipino/Tagalog: komunidad, Français: communauté, Galego: comunidade, Italiano: comunità, 日本語: 共同体, Kiswahili: jamii, Malay: komuniti, Português: comunidade, Pyccкий: cooобщество, Română: comunitate, Af Soomaali: bulsho, Srpski: zajednica, తెలుగు: సమాజము, Tiên Việt: cộng đồng, Türkçe: toplum, 中文 : 社区ΒΑΣΙΣΜΈΝΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ Για να είναι θεωρείται ένα σχέδιο εργασίας (project) ότι είναι βασισμένο στην κοινότητα, θα πρέπει να προέρχεται από το εσωτερικό μιας κοινότητας, να έχει ως υπευθύνους μέλη της κοινότητας και να λαμβάνουν τις σχετικές με αυτό αποφάσεις (διοικητικές και εκτελεστικές ) μέλη της κοινότητας. Μια εξωτερική οργάνωση ή σχέδιο, που απλά έχει την έδρα του σε μια κοινότητα, δεν μπορεί να ισχυρίζεται πως βασίζεται σε κοινότητα. Ακόμη, το να συνδιαλλέγεται με ηγέτες της κοινότητας δεν το καθιστά βασισμένο στην κοινότητα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του βασισμένου στην κοινότητα και του τοποθετημένου (γεωγραφικά) στην κοινότητα. Εάν ένας οργανισμός ιδρύσει μια υπηρεσία σε μια κοινότητα (πχ μια κλινική) τότε αυτή είναι απλά τοποθετημένη στην κοινότητα. Για να ονομαστεί σωστά βασισμένη στην κοινότητα, μια δραστηριότητα, κατασκευή, υπηρεσία ή οργανισμός πρέπει να προτιμηθεί, να επιλεχθεί, και να ελέγχεται από την κοινότητα συνολικά (όχι απλά από κάποιες φατρίες). Το σημαντικό είναι η λήψη αποφάσεων να βασίζεται στην κοινότητα, οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται στο εσωτερικό και από τα μέλη της κοινότητας. Βλέπε: Κοινοτικά Βασισμένη Κοινωνική Εργασία σε Στρατόπεδα Προσφύγων. বাংলা : জনগোষ্ঠি ভিত্তিক, Bahasa Indonesia: berdasar masyarakat, Català: basat en la comunitat, Deutsch: gemeindenah, Ελληνικά: βασισμένο, English: community based, Español: basado en la comunidad, Euskera: komunitatean oinarritutako, Ewe: awon ohun ti o da lori awujo, Filipino/Tagalog: batay sa komunidad, Français: fondé sur la communauté, Galego: baseado na comunidade, Italiano: community based, 日本語: 共同体を基盤とする, Kiswahili: ilyo ya jamii, Malay: berasaskan komuniti, Português: baseado na comunidade, Română: ancorata in comunitate, Srpski: zajednično bazirano, తెలుగు: సమాజాధారమైన, Tiên Việt: nền tảng, cơ sở của cộng đồng, Türkçe: toplum merkezli, topluma dayalı, 中文 : 以社区为本ΟΡΓΑΝΙΣΜΌΣ ΒΑΣΙΣΜΈΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ (ΟΒΚ) Ένας ΟΒΚ είναι ένας οργανισμός που έχει διαμορφωθεί και αναπτυχθεί στο εσωτερικό μιας κοινότητας, όπου η λήψη αποφάσεων (διοίκηση και σχεδιασμός) προέρχεται από την κοινότητα σαν σύνολο Ένας οργανισμός που έχει σχηματιστεί εξωτερικά και η λήψη των αποφάσεων του γίνεται εξωτερικά, μπορεί να είναι βρίσκεται στο χώρο της κοινότητας, αλλά δεν βασίζεται σε αυτή. Βλέπε το ακρώνυμο, ΟΒΚ. العربيّة:مؤسسة قائمة على المجتمع المحلّي, বাংলা : জনগোষ্ঠি ভিত্তিক সংস্থা বা সংগঠন, Bahasa Indonesia: organisasi berdasar masyarakat, Català: organització basada en la comunitat, Deutsch: gemeindenahe organisation, Ελληνικά: οργανισμός βασισμένος στην κοινότητα, English: community based organization, Español: organización basada en la comunidad, Euskera: komunitatean oinarritutako elkartea, Ewe: apejopo ti o da lori awujo, Filipino/Tagalog: organisasyong batay sa komunidad, Français: organisation a basé dans la communauté, Galego: organización baseada na comunidade, Italiano: organizzazione community based, 日本語: 共同体組織, Kiswahili: miradi ya kijamii, Malay: organisasi berasaskan komuniti, Português: organização baseada na comunidade, Română: organizatie ancorata in comunitate, Pyccкий: Организация Местного Сообщества, Srpski: zajednično bazirana organizacija, తెలుగు: సమాజాధారమైన సంస్ధ, Tiên Việt: cơ sở tổ chức của cộng đồng, Türkçe: toplum merkezli kuruluşlar, 中文 : 以社区为本的组织ΑΠΟΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΒΑΣΙΣΜΈΝΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ (ΑΒΚ) Αποκατάσταση σε αυτό το πλαίσιο σημαίνει σωματική (βιολογική), συναισθηματική ή πνευματική αποκατάσταση (ή εγκληματισμός) ατόμων που έχουν κάποια σωματική, συναισθηματική ή πνευματική αναπηρία. Όταν η αποκατάσταση είναι βασισμένη στην κοινότητα τότε η λήψη αποφάσεων και η ευθύνη για την αποκατάσταση των ατόμων αυτών με αναπηρίες προέρχονται από το εσωτερικό της κοινότητας και όχι από κάποια εξωτερική πηγή. Βλέπε το ακρώνυμο, ΑΒΚ. العربيّة: إعادة التأهيل القائم على المجتمع المحلّي, বাংলা : জনগোষ্ঠি ভিত্তিক পূনর্বাসন, Bahasa Indonesia: rehabilitasi berdasarkan masyarakat, Català: rehabilitació basada en la comunitat, Deutsch: gemeindenahe rehabilitation, Ελληνικά: αποκατάσταση βασισμένη στην κοινότητα, English: community based rehabilitation, Español: rehabilitación basada en la comunidad, Euskera: komunitatean oinarritutako erreabilitazioa, Ewe: isodi titun ti o da lori awujo, Filipino/Tagalog: rehabilitasyon batay sa komunidad, Français: réadaptation a basé dans la communauté, Galego: rehabilitación baseada na comunidade, Italiano: riabilitazione community based, 日本語: 共同体を基盤とするリハビリテーション, Kiswahili: ukarabati wa kijamii, Malay: pusat pemulihan berasaskan komuniti, Português: reabilitação baseado na comunidade, Română: rebilitarea ancorata in comunitate, Srpski: zajednično bazirana rehabilitacija, తెలుగు: సమాజాధారమైన పునరావాసము, Tiên Việt: sự khôi phục lại cơ sở của cộng đồng, Türkçe: toplum merkezli rehabilitasyon, 中文 : 以社区为本的康复服务ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΆ ΤΗΣ ΚΟΙΝΌΤΗΤΑΣ Όταν δίνουμε έμφαση στο γεγονός πως η κοινοτική συμμετοχή δεν είναι το ίδιο πράγμα όπως η κοινοτική συνεισφορά (αν και πολλοί λανθασμένα θεωρούν πως είναι) τονίζουμε επίσης πως και τα δύο είναι απαραίτητα. Ενώ η κοινοτική συμμετοχή σημαίνει την λήψη αποφάσεωνπου καθιστά μια δραστηριότητα βασισμένη ή επικεντρωμένη στην κοινότητα, η κοινοτική συνεισφορά είναι απαραίτητη για εξασφαλιστεί πως τα μέλη της κοινότητας νιώθουν πως το σχέδιο (project) τους ανήκει, δηλαδή πως έχουν επενδύσει σε αυτό, και όχι πως απλά το παρέλαβαν. Προτείνουμε ότι τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό των εισροών κάθε κοινοτικού σχεδίου (project) που υποστηρίζουμε πρέπει να προέρχεται από την ίδια την κοινότητα. Αρχικά, αυτό δημιουργεί πίεση και άγχος σε πολλά μέλη της κοινότητας. Στη συνέχεια όμως επισημαίνουμε πως η κοινοτική εργασία που παρέχεται θα πρέπει να υπολογιστεί σωστά και πως, αν γίνει αυτό, θα εκπλαγούν ευχάριστα με το πόση αξία θα προσθέσει στις κοινοτικές εισροές. Τονίζουμε πως ο χρόνος που παρέχουν τα μέλη της κοινότητας, ιδίως όσοι συμμετέχουν σε εκτελεστικές επιτροπές, για τη λήψη αποφάσεων και το σχεδιασμό του πλάνου (project) αποτελούν δωρεές εκτελεστικών και διοικητικών ικανοτήτων, χρόνου και εργασίας. Η εργασία που κατατίθεται θα πρέπει να κοστολογηθεί σωστά. Επιπλέον, τονίζουμε πως η αξία των δωρεών άμμου και χώματος (ως υλικών κατασκευής, ΣτΜ), επίσης, υποτιμάται και θα πρέπει να αναγνωριστεί, με σωστές εκτιμήσεις κόστους, ως κοινοτική εισροή. বাংলা : জনগোষ্ঠির অংশপ্রদান, Bahasa Indonesia: kontribusi masyarakat, Català: contribució comunitària, Deutsch: gemeindebeitrag, Ελληνικά: συνεισφορα στην κοινοτητα, English: community contribution, Español: contribución comunitaria, Euskera: komunitatearen ekarpena, Ewe: igbon owosi lati odo awon olugbe awujo, Filipino/Tagalog: kontribusyon ng komunidad, Français: contribution de la communauté, Galego: contribución comunitaria, Italiano: contributo della comunità, 日本語: 共同体の貢献, Kiswahili: mchango wa jamii, Malay: sumbangan komuniti, Português: contribuição da comunidade, Română: contributia comunitatii, Srpski: zajednično doprinos, తెలుగు: సమాజ విరాలము, Tiên Việt: sự góp phần cho cộng đồng, Türkçe: toplum katkısı, 中文 : 社区贡献ΚΟΙΝΟΤΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ Όταν μια κοινότητα αναπτύσσεται, αυξάνεται. Βλέπε την λέξη Ανάπτυξη. Δεν σημαίνει απαραίτητα αύξηση του μεγέθους ή του πλούτου της. Σημαίνει πως γίνεται πιο σύνθετη και πιο δυνατή. Μια κοινότητα δεν αναπτύσσεται από έναν κινητοποιητή, όπως και ένα λουλούδι δεν μεγαλώνει απλά επειδή κάποιος το τραβάει προς τα πάνω. Μια κοινότητα (ως κοινωνικός θεσμός) αναπτύσσει η ίδια τον εαυτό της. Ο κινητοποιητής μπορεί μόνο να διεγείρει, να ενθαρρύνει και να καθοδηγεί τα μέλη της κοινότητας. Κάποιοι υποθέτουν πως κοινοτική ανάπτυξη σημαίνει απλά αύξηση πλούτου –– αύξηση του κατά κεφαλήν πλούτου ή εισοδήματος. Μπορεί να σημαίνει αυτό, αλλά περιλαμβάνει πολλά περισσότερα. Σημαίνει κοινωνική αλλαγή, όπου μια κοινότητα γίνεται πιο σύνθετη, προσθέτοντας ιδρύματα και θεσμούς, αυξάνοντας την συλλογική της δύναμη, αλλάζοντας ποιοτικά τον τρόπο οργάνωσής της. Ανάπτυξη σημαίνει αύξηση της συνθετότητας και στις έξι διαστάσεις του πολιτισμού. Διαφέρει από την κοινωνική ενδυνάμωση που σημαίνει αύξηση ισχύος. Παρόλο που οι δύο έννοιες είναι εξ ορισμού διαφορετικές, είναι με περίπλοκο τρόπο συνδεδεμένες η μία με την άλλη. বাংলা : জনগোষ্ঠি উন্নয়ন, Bahasa Indonesia: perkembangan masyarakat, Català: desenvolupament comunitari, Deutsch: gemeindeentwicklung, Ελληνικά: κοινοτική ανάπτυξη, English: community development, Español: desarrollo comunitario, Euskera: komunitatearen garapena, Ewe: idagbasoke awujo, Filipino/Tagalog: kalinagangg (kaunlaran) pangkomunidad, Français: développement de la communauté, Galego: desenvolvemento comunitario, Italiano: sviluppo della comunità, 日本語: 共同体の発展, Kiswahili: maendeleo ya jamii, Malay: pembangunan komuniti, Português: desenvolvimento da comunidade, Română: dezvoltarea comunitatii, Af Soomaali: horumarka bulshada, Srpski: zajednični razvoj, తెలుగు: సమాజము ప్రగతి, Tiên Việt: sự phát triển của cộng đồng, Türkçe: toplumsal kalkınma, 中文 : 社区发展ΚΟΙΝΟΤΙΚΉ ΕΝΔΥΝΆΜΩΣΗ Αύξηση των δυνατοτήτων της κοινότητας σημαίνει να αυξάνεται η ικανότητα της να κάνει πράγματα για τον εαυτό της. Περιλαμβάνει περισσότερα από την απλή προσθήκη κοινοτικών υπηρεσιών ή εγκαταστάσεων όπως δρόμους, σύστημα υγιεινής, ύδρευσης, πρόσβασης στην εκπαίδευση και την ιατρική περίθαλψη. Σημαίνει αυξημένη ικανότητα και δύναμη. Σημαίνει ικανότητες, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και πιο αποτελεσματική οργάνωση. Μπορεί να επέλθει από φιλανθρωπίες ή δωρεές πόρων από εξωτερικές πηγές. Μπορεί να διευκολυνθεί μέσω δράσης όπως τα κοινοτικά σχέδια (projects), άλλα μόνο όταν όλα τα μέλη της κοινότητας συμμετέχουν από την αρχή, για να αποφασίσουν για μια κοινοτική δράση, να αναγνωρίσουν κρυμμένες πηγές πόρων μέσα στην κοινότητα, και μέσω της ανάπτυξης μιας αίσθησης ιδιοκτησίας και ευθύνης απέναντι στις κοινοτικές εγκαταστάσεις από την αρχή μέχρι το τέλος. Αν και η αυξημένη δημοκρατικοποίηση μπορεί να βοηθηθεί από την μεταβίβαση εκ μέρους της Κυβέρνησης μιας νομοπαραγωγικής εξουσίας στην κοινότητα, η ικανότητά της να χρησιμοποιεί τη νόμιμη εξουσία λήψης αποφάσεων εξαρτάται από το εάν διαθέτει την πρακτική δυνατότητα, δηλαδή την ικανότητα να παίρνει τις αποφάσεις που αφορούν την ίδια της την ανάπτυξη, να καθορίζει η ίδια το μέλλον της. Ισχύς, δύναμη, δυνατότητα, ικανότητα ενδυνάμωση. Κοινοτική ανάπτυξη σημαίνει αυξανόμενη περιπλοκότητα και στις έξι διαστάσεις του πολιτισμού. Διαφέρει από την κοινοτική ενδυνάμωση που σημαίνει αύξηση ισχύος. Αν και οι δύο έννοιες διαφέρουν εξ ορισμού, συνδέονται με περίπλοκο τρόπο η μία με την άλλη. বাংলা : জনগোষ্ঠির ক্ষমতায়ন, Bahasa Indonesia: pemberayaan masyarakat, Català: potenciació comunitària, Deutsch: gemeindestärkung, Ελληνικά: κοινοτική ενδυνάμωση, English: community empowerment, Español: potenciación comunitaria, Euskera: komunitatea sendotzea, Ewe: ifun awujo lokun, Filipino/Tagalog: pagsasakapangyarihan ng komunidad, Français: fortifier de la communauté, Galego: potenciación comunitaria, Italiano: potenziamento comunitario, 日本語: 共同体強化, Kiswahili: uwezeshaji wa jamii, Malay: pemberdayaan komuniti, Português: fortalecendo da comunidade, Română: consolidarea coomunitatii, Srpski: zajednično unapredjenje, తెలుగు: సమాజము శక్తివంతము చేయుట, Tiên Việt: sự uỷ quyền cộng đồng, Türkçe: toplumu güçlendirme, 中文 : 强化社区ΕΚΠΑΊΔΕΥΣΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΉΣ ΔΙΟΊΚΗΣΗΣ Η Εκπαίδευση κοινοτικής διοίκησης σκοπεύει στην μείωση της φτώχειας, την ενδυνάμωση κοινοτήτων με χαμηλό εισόδημα στο σχεδιασμό και τη διοίκηση κοινοτικών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών, την κατασκευή, λειτουργία και συντήρησή τους. Πρόκειται για εκπαίδευση με σκοπό τη δράση, όχι απλά για μεταφορά ικανοτήτων ή την παροχή πληροφοριών σε άλλους. Η εκπαίδευση, ως μέθοδος για την ενδυνάμωση κοινοτήτων με χαμηλό εισόδημα, για τη μείωση της φτώχειας, για την προώθηση της κοινοτικής συνεργασίας, για πρακτική υποστήριξη στη δημοκρατικοποίηση και την αποκεντρωση, απέχει πολύ από το να ορίζεται απλά ως η μεταφορά πληροφοριών και δεξιοτήτων στους εκπαιδευόμενους. Περιλαμβάνει ακόμα κινητοποίησηκαι οργάνωση. Δεν πρόκειται για μια "ορθόδοξη" επαίδευση. Η διαμόρφωση και η ιδρυματοποίηση αυτού του είδους της εκπαίδευσης φέρει τον κίνδυνο να αποδυναμωθεί η εκπαίδευση, να δωθεί έμφαση στη μεταφορά δεξιοτήτων εις βάρος της κινητοποίησης ενθάρρυνσης και των οργανωτικών πτυχών της εκπαίδευσης. Εκπαίδευση Διοίκησης κατά αυτή την έννοια, αναπτύχθηκε με σκοπό την ενδυνάμωση του ανώτατου και του μέσου επιπέδου διοίκησης στις επιχειρήσεις που παράγουν κέρδος. Εδώ έχει τροποποιηθεί και έχει ενσωματωθεί στις τεχνικές οργάνωσης ενός εμπορικού σωματείου, με σκοπό να κινητοποιήσει και να ενδυναμώσει την δυνατότητα των κοινοτήτων χαμηλού εισοδήματος να ενωθούν και να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, ώστε να επέλθει κοινωνική αλλαγή με βάση την ανάπτυξη. বাংলা : জনগোষ্ঠি ব্যবস্থাপনা প্রশিক্ষণ, Bahasa Indonesia: pelatihan manajemen masyarakat, Català: formació en gestió comunitària, Deutsch: gemeinde-management-training, Ελληνικά: εκπαίδευση κοινοτικής διοίκησης, English: community management training, Español: adiestramiento para la gestión comunitaria, Euskera: komunitate kudeaktearen trebakuntza, Ewe: idanileko lori sise akoso awujo, Filipino/Tagalog: pagsasanay as pamamahala ng komunidad, Français: formation pour la gestion de la communauté, Galego: formación para a xestión comunitaria, Italiano: formazione in gestione di comunità, 日本語: 共同体管理訓練, Kiswahili: Mafunzo ya utawala wa jamii, Malay: latihan pengurusan komuniti, Português: formação para a gestão comunitária, Română: instruire in management, Srpski: obuka u zajedničnom upravljanju, తెలుగు: నిర్వాహకము శిక్షణ, Tiên Việt: sự quản lý đào tạo cộng đồng, Türkçe: toplum yönetimi eğitimi, 中文 : 社区管理培训ΚΟΙΝΟΤΙΚΉ ΣΥΜΜΕΤΟΧΉ Η κοινοτική συμμετοχή σημαίνει πολλά περισσότερα από την συνεισφορά εργασίας ή προμηθειών ∙ σημαίνει συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, επιλογή του κοινοτικού έργου (project), το σχεδιασμό του, την εφαρμογή του, τη διοίκησή του, την επίβλεψη και τον έλεγχο του. Διαφέρει από την κοινοτική συνεισφορά. Η Κοινωνική Κινητικότητα προωθεί τις δραστηριότητες μιας κοινότητας-στόχου, με την προοπτική η κοινότητα να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ίδια της την ανάπτυξη, ξεκινώντας με τις αποφάσεις για τα σχέδια που θα αναλάβει, και να διεγερθεί για να κινητοποιήσει τους πόρους και να οργανώσει τις διάφορες δραστηριότητες. Η προώθηση της κοινοτικής συμμετοχής στοχεύει στο να εξασφαλίσει πως οι αποφάσεις που επιρρεάζουν την κοινότητα λαμβάνονται από όλα (και όχι μόνο από λίγα) τα μέλη της κοινότητας (και όχι από κάποιον εξωτερικό παράγοντα). Με αυτή τη μεθοδολογία, η κοινοτική συνεισφορά ενθαρρύνεται, γιατί βοηθάει την κοινότητα να γίνει πιο υπεύθυνη για τις δραστηριότητες εάν επενδύσει τους δικούς της πόρους σε αυτήν. Επίσης, ενθαρρύνουμε την Κυβέρνηση και εξωτερικούς δωρητές να συζητήσουν τις δραστηριότητές τους με όλη την κοινότητα ∙ αυτό ονομάζεται κοινοτική συμβουλευτική. Εδώ, η κοινοτική συμμετοχή δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως ισότιμη της κοινοτικής συνεισφοράς ή της κοινοτικής συμβουλευτικής (όπως λανθασμένα γίνεται από πολλούς βοηθητικούς οργανισμούς). বাংলা : জনগোষ্ঠির অংশগ্রহন, Bahasa Indonesia: peran serta masyarakat, Català: participació comunitària, Deutsch: gemeindepartizipation, Ελληνικά: κοινοτική, English: community participation, Español: participación comunitaria, Euskera: komunitatearen parte-hartzea, Ewe: ilowosi awujo, Filipino/Tagalog: pakikilahok ng komunidad, Français: participation de la communauté, Galego: participación comunitaria, Italiano: partecipazione della comunità, 日本語: 共同体の参加, Kiswahili: ushiriki wa jamii, Malay: penyertaaan komuniti, Português: participação da comunidade, Română: participarea comunitatii, Af Soomaali: ka geyb galka bushada a, Srpski: zajednično učestvovanje, తెలుగు: సమాజము ఫాల్గొనుట, Tiên Việt: sự tham gia của cộng đồng, Türkçe: toplumsal katılım, 中文 : 社区参与ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΉ Όταν μια βοηθητική οργάνωση ή δωρητής διαλέγονται συμβουλευτικά με τους ηγέτες της κοινότητας, συχνά ρωτούν εάν η κοινότητα θέλει ένα σχέδιο (project). Η απάντηση είναι πιθανό να είναι "Ναι". Η οργάνωση μπορεί τότε να αναφέρει αυτό το περιστατικό στο συμβούλιο δωρητών της ως κοινοτική συμμετοχή. Αυτό, όμως, θα είναι λανθασμένο. Αυτό που συνέβη ονομάζεται συμβουλευτική και δεν πρόκειται για γνήσια κοινοτική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, την επιλογή και το σχεδιασμό ενός project που να ανταποκρίνεται στις προτεραιότητες της κοινότητας (και όχι του οργανισμού). বাংলা : পরামর্শ গ্রহন, Bahasa Indonesia: konsultasi, Català: consulta, Deutsch: beraten, Ελληνικά: συμβουλευτικη, English: consult, Español: consultar, Euskera: aholkatu, Ewe: ifi ikun lu ikun, Filipino/Tagalog: konsulta, Français: consulter, Galego: consulta, Italiano: consultazione, Kiswahili: tatufa ushauri, Malay: berunding, Português: consulte, Română: consultare, Srpski: konsultacija, తెలుగు: సంప్రదించటము, Tiên Việt: tham khảo, Türkçe: danışmak, 中文 : 咨询意见ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΆ Κάποιοι συγχέουν τη συμμετοχή με τη συνεισφορά. Πολλοί, όταν ακούν τη φράση κοινοτική συμμετοχή, υποθέτουν ότι σημαίνει μόνο κοινοτική συνεισφορά. Λαμβάνουν υπ' όψη μόνο την εργασία που τα μέλη της κοινότητας συνεισφέρουν στο σχέδιο (project). Δυστυχώς, έχουν υπάρξει πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν όπου μέλη της κοινότητας αντιμετωπίστηκαν ως δουλοπάροικοι ή σκλάβοι και εξαναγκάστηκαν να παράσχουν την εργασία τους. (ή άλλους πόρους, πχ. γη και φαγητό). Η μεθοδολογία που προωθείται σε αυτό το έγγραφο περιγράφει ακριβώς το αντίθετο. Εδώ η συμμετοχή σημαίνει συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, όχι απλά συνεισφορά πόρων. Βλέπε: κοινοτική συνεισφορά. বাংলা : সম্প্রদান, Bahasa Indonesia: kontribusi, Català: contribució, Deutsch: beitrag, Ελληνικά: συνδρομη, English: contribution, Español: contribución, Euskera: ekarpena, Ewe: ida owo si, Filipino/Tagalog: kontribusyon, Français: contribution, Galego: contribución, Italiano: contributo, 日本語: 貢献, Kiswahili: mchango, Malay: sumbangan, Română: contributi, Srpski: doprinos, తెలుగు: సామాజిక పాత్ర, Tiên Việt: sự đóng góp, Türkçe: katki, 中文 : 贡献ΚΡΙΤΙΚΉ Ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια σοφίας για να μάθει κανείς είναι πως, όταν δούμε κάποιο λάθος, το να το επικρίνουμε συνήθως δεν το αναιρεί ούτε διορθώνει το πρόβλημα. Αντί για αυτό, συνήθως κάνει το πρόβλημα χειρότερο. Γιατί αυτό; Επειδή οι άνθρωποι αισθάνονται να απειλούνται και ότι τους επιτίθενται όταν κάποιος τους επικρίνει. Η κριτική χαμηλώνει την αυτοπεποίθησή και το γόητρο τους/μας. Υιοθετούμε αμυντική στάση όταν μας κριτικάρουν και, αντί να διορθώσουμε το λάθος, τείνουμε να το υπερασπιζόμαστε. Όταν κινητοποιούμε κοινότητες, συντονίζουμε εθελοντές ή διοικούμε προσωπικό, πρέπει να μάθουμε να περιμένουμε ότι θα κάνουν λάθη και να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε αυτά τα λάθη με τρόπους που συμβάλλουν στην εκπλήρωση των σκοπών μας. Δείχνοντας το θυμό μας, κριτικάροντας το άτομο που κάνει το λάθος, μπορεί να έχει σαν σκοπό το να "ξεσπάσουμε", όμως πληρώνουμε τεράστιο τίμημα για αυτή την προσωπική ανακούφιση. Ανατρέξτε στις λέξεις-κλειδιά Λάθη, Θυμός,και Σάντουιτς, και αναζητήστε τρόπους να διορθώσετε τα λάθη χωρίς αρνητική κριτική. Βλέπε: Να επαινείτε συχνά. বাংলা : সমালোচনা, Bahasa Indonesia: kritikan, Català: crítica, Deutsch: kritik, Ελληνικά: κριτική, English: criticism, Español: críticas, Euskera: kritika, Ewe: ibani wi ni ona ti o lodi, Filipino/Tagalog: kritisismo o pamumuna, Français: critique, Galego: crítica, Italiano: critica, 日本語: 批判, Kiswahili: pingamizi, Malay: kritikan, Português: crítica, Română: critica, Srpski: kritika, తెలుగు: విమర్శ, Tiên Việt: phê bình, Türkçe: eleştiri, 中文 : 批评ΠΟΛΙΤΙΣΜΌΣ Περισσότερο από απλά τραγούδια και χορούς, ο πολιτισμός, στην κοινωνική επιστήμη, σημαίνει το συνολικό κοινωνικό σύστημα, το σύνολο όλων των στάσεων και συμπεριφορών που έχουν διδαχθεί, που αποτελείται από κοινωνικό-πολιτισμικά συστήματα που ανήκουν σε έξι διαστάσεις: τεχνολογική, οικονομική, πολιτική, συμμετοχική, ιδεολογική και παγκόσμια οπτική. Η βασική μονάδα πολιτισμού είναι το "σύμβολο". Ο πολιτισμός δεν ενυπάρχει στα γονίδια ∙ μεταδίδεται μέσω της μετάδοσης συμβόλων. Κάποιες φορές αποκαλειται "υπερ-οργανική" γιατί αποτελείται από συστήματα που ξεπερνούν τα βιολογικά όντα, τους ανθρώπους, που οικοδομούν και φέρουν τον πολιτισμό. Βλέπε: "Πολιτισμός. Μια κοινότητα έχει πολιτισμό". Βλέπε Παράξενα Ψάρια. Βλέπε: Πολιτισμός ∙ Διαφορετικά νοήματα. বাংলা : ংস্কৃতি, Bahasa Indonesia: budaya, Català: cultura, Deutsch: kultur, Ελληνικά: πολιτισμοσ, English: culture, Español: cultura, Euskera: kultura, Ewe: asa, Filipino/Tagalog: kultura, Français: culture, Galego: cultura, Italiano: cultura, 日本語: 文化, Kiswahili: tamaduni, Malay: budaya, Português: cultura, Română: cultura, Af Soomaali: dhaqanka, Srpski: kultura, తెలుగు: సంస్కృతి, Tiên Việt: văn hoá, Türkçe: kültür, 中文 : 人类文化ΕΞΆΡΤΗΣΗ (Σύνδρομο) Το σύνδρομο εξάρτησης συνίσταται στη στάση και την άποψη ότι μια ομάδα δεν μπορεί να λύσει τα ίδια της τα προβλήματα χωρίς εξωτερική βοήθεια. Είναι μια αδυναμία που γίνεται χειρότερη με την φιλανθρωπία. Βλέπε: Το Σύνδρομο Εξάρτησης. العربيّة : التبعي, বাংলা : পরনির্ভরতা (লক্ষণ), Bahasa Indonesia: ketergantungan, dependensi, Català: dependència, Deutsch: Abhängigkeit, Ελληνικά: Εξάρτησης, English: dependency syndrome, Español: síndrome de dependencia, Euskera: mendekotasuna, Ewe: ihuwasi diduro de iranlowo saa, Filipino/Tagalog: pagtatangkilik, Français: syndrome de dépendance, Galego: dependencia, Italiano: dipendenza, 日本語: 依存, 한국어 / Hangugeo: 의존(증후군), Malay: kebergantungan, Nederlands: afhankelijkheid, Português: dependencia, Română: dependenta, Pyccкий: Зависимость, Somali: ku tiirsanaanta, Srpski: zavisnost, తెలుగు: పరాధీనత జబ్బు, Tiên Việt: phụ thuộc, Türkçe: bağımlılık, ردو (Urdu): محتاجی کی لت, 中文 : 依赖性ΑΝΆΠΤΥΞΗ Πολλοί υποθέτουν πως ανάπτυξη σημαίνει ποσοτική αύξηση, ενώ το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ποιοτική αλλαγή. Το να αναπτύσσεται σημαίνει να αυξάνεται, και το αυξάνεται σημαίνει περισσότερα από το μεγαλώνει. Σημαίνει επίσης ότι κάτι γίνεται πιο σύνθετο και πιο δυνατό. Όταν μια κοινότητα αναπτύσσεται, γίνεται ισχυρότερηκαι πιο περίπλοκη Υποβάλλεται σε κοινωνική αλλαγή. Βλέπε: "ΠολιτισμόςΈνας οικονομολόγος μπορεί να βλέπει την ανάπτυξη μόνο ως αύξηση πλούτου ή εισοδήματος (καθολική ή κατά κεφαλήν) ∙ και ένας μηχανικός μπορεί να βλέπει την ανάπτυξη ως επίτευξη μεγαλύτερου ελέγχο επί της ενέργειας ή απόκτηση πιο εξελιγμένων και ισχυρών εργαλείων. Ωστόσο, για έναν κινητοποιητή, αυτές είναι μόνο δύο από τις έξι πολιτισμικές διαστάσεις μιας κοινότητας που αλλάζουν. Ανάπτυξη σημαίνει κοινωνική αλλαγή και στις έξι πολιτισμικές διαστάσεις: την τεχνολογική, την οικονομική, την πολιτική, τη συμμετοχική, την ιδεολογική και την παγκόσμια οπτική. Βλέπε: Κοινοτική Ανάπτυξη. বাংলা : উন্নয়ন, Bahasa Indonesia: perkembangan, Català: desenvolupament, Deutsch: Entwicklung, Ελληνικά: αναπτυξη, English: development, Español: desarrollo, Euskera: garapena, Ewe: idagbasoke, Filipino/Tagalog: kalinangan, Français: développement, Galego: desenvolvemento, Italiano: sviluppo, 日本語: 発展, Malay: pembangunan, Português: desenvolvimento, Română: dezvoltare, Somali: horumarka, Srpski: razvoj, తెలుగు: ప్రగతి, Tiên Việt: sự phát triển, Türkçe: gelişim, 中文 : 发展ΔΙΑΣΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ Η κάθε διάσταση αποτελείται από κοινωνικο-πολιτισμικά συστήματα (πχ το οικονομικό σύστημα) που συνδυάζονται για να σχηματίσουν ένα υπερ-οργανικό σύστημα. Οι έξι διαστάσεις είναι: τεχνολογική, οικονομική, πολιτική, συμμετοχική, ιδεολογική και νοητική. Μια κοινότητα είναι μια πολιτισμική και κοινωνική οντότητα, άρα οι διαστάσεις εφαρμποζονται και στις κοινότητες. Βλέπε: Διαστάσεις. বাংলা : সংস্কৃতির মাত্রা, Bahasa Indonesia: dimensi kebudayaan, Català: dimensions culturals, Deutsch: kulturdimensionen, Ελληνικά: διαστασεισ τησ κουλτουρασ, English: dimensions of culture, Español: dimensiones de la cultura, Euskera: kulturaren dimentsioak, Ewe: awon eka asa, Filipino/Tagalog: dimensyon ng kultura, Français: dimensions de culture, Galego: dimensións da cultura, Italiano: dimensioni della cultura, 日本語: 文化の側面, Malay: dimensi budaya, Português: dimensões da cultura, Română: dimensiunile culturii, Somali: geybaha, Srpski: dimenzije kulture, తెలుగు: సంస్కృతి దృక్కోణాలు, Tiên Việt: những yếu tố văn hoá, Türkçe: kültürün boyutlari, 中文 : 文化层面ΑΡΡΏΣΤΙΕΣ Η ασθένεια είναι ένας από τους πέντε μεγαλύτερους παράγοντες της φτώχειας. Είναι οικονομικότερο, πιο ανθρωπιστικό και πιο παραγωγικό για μια κοινωνία ή κοινότητα να αποτρέπει παρά να θεραπεύει μια αρρώστια και να κατευθύνει περιορισμένους πόρους προς την θεραπεία λίγων κοινών ασθενειών που επιρρεάζουν την πλειοψηφία του πληθυσμού, παρά προς περίπλοκο εξοπλισμό και ικανότητες ώστε να θεραπευτεί ένας μικρός αριθμός πλουσίων (εξ' ου και οι λόγοι για τους οποίους ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προωθεί και υποστηρίζειτις αρχές της θεμελιώδους ιατρικής φροντίδας. Εάν το γνωρίζει αυτό, ο κινητοποιητής μπορεί να αμφισβητήσει την, πρώτη και μετά από μικρή περίσκεψη ληφθείσα, επίλογή κλινικής εκ μέρους μιας κοινότητας, και ίσως αυτό να αφήσει τα μέλη της να δουν τη λογική και τη δικαιολόγηση για να επιλέξουν πρώτα αποτελεσματικά συστάματα ύδρευσης και αποχέτευσης ώστε να αποτρέψουν τις ασθένειες που μεταφέρονται με το νερό. বাংলা : রোগ, Bahasa Indonesia: penyakit, Català: malaltia, Deutsch: Krankheit, Ελληνικά: ασθενεια, English: disease, Español: enfermedad, Euskera: gaixotasuna, Ewe: arun, Filipino/Tagalog: sakit, Français: maladie, Galego: enfermidade, Italiano: malattia, 日本語: 病気, Malay: penyakit, Português: doença, Română: boala, Af Soomaali: cudur, Srpski: bolest, తెలుగు: రోగము, Tiên Việt: dịch bệnh, Türkçe: hastalık, 中文 : 疾病ΑΝΕΙΛΙΚΡΊΝΕΙΑ Έλλειψη ακεραιότητας και έλλειψη ειλικρίνειας Η ανειλικρίνεια είναι ένας από τους πέντε μεγαλύτερους παράγοντες της φτώχειας. Συνοδεύεται από διάφορες ταμπέλες, όπως διαφθορά, κατάσχεση, εκβιασμό και κλοπή. Εμφανίζεται όταν ο πλούτος που προορίζεται για την ανάπτυξη όλης της κοινωνίας εκτρέπται παράνομα και, συνήθως, μυστικά για να ωφελήσει άτομα που προδίδουν τη θέση εμπιστοσύνης που τους δώθηκε για να υπηρετούν την κοινωνία σαν σύνολο. Η συνακόλουθη έλλειψη εμπιστοσύνης συνεισφέρει με τη σειρά της στην απάθεια και τη φτώχεια. Γι' αυτό εσείς, ως κινητοποιητής και οργανωτής κοινοτικών οργανισμών, προωθείτε διαφάνεια, ακεραιότητα και ειλικρίνεια στις ομάδες που οργανώνετε. বাংলা : অসততা, Bahasa Indonesia: kebohongan, Català: falsedat, Deutsch: korruption, unehrlichkeit, Ελληνικά: ατιμια, English: corruption, dishonesty, Español: falta de honradez, Euskera: zintzotasun eza, Ewe: iwa aije olooto, Filipino/Tagalog: di-matapat, Français: malhonnêteté, Galego: deshonestidade, Italiano: disonestà, 日本語: 不正直, Kiswahili: rushwa, Malay: ketidakjujuran, Português: desonestidade, Română: necinste, Somali: daacaddarro, Srpski: nepoštenje, తెలుగు: అవినీతి, Tiên Việt: tính không thành thật, Türkçe: sahtekarlık, 中文 : 不诚实ΠΡΑΚΤΙΚΆ (Μάθηση στην πράξη) Από όλους τους τρόπους μάθησης (ανάγνωση, άκουσμα, παρακολούθηση), ο πιο αποτελεσματικός είναι η μάθηση στηνπράξη. Μέθοδοι Εκπαίδευσης. Η μάθηση στην πράξη μπορεί να περιλαμβάνει να γίνει μια πράξη ευθέως, πχ στο πεδίο υπό την επίβλεψη ενός εκπαιδευτή, ή πλαγίως, όπως μέσω συμμετοχής σε ένα παιχνίδι ρόλων ή προσομοίωσης. العربيّة: القيام بالأمر, বাংলা : কাজ করে শেখা, Bahasa Indonesia: bekerja, melakukan, Català: fer, Deutsch: handeln, Ελληνικά: Πράξη, English: doing, Español: practicar, Euskera: egitea (eginez ikastea), Ewe: worwor, Filipino/Tagalog: paggawa, Français: faire, Galego: facer, हिन्दी (Hindi): लोकतन्त्र, Italiano: learning by doing, 日本語: 実技, 한국어 / Hangugeo: 행동, Malay: membuat, Nederlands: doen, Português: agir, fazendo, Română: a practica, Pyccкий: Действие , Srpski: radjenje, తెలుగు: కార్యము చేయటము, Tiên Việt: làm, Türkçe: yapma, اردو (Urdu): عمل, 中文 : 实践ΓΈΝΟΣ Η λέξη "γένος" χρησιμοποιείται για να χωρίσει σε δύο κατηγορίες, το "αρσενικό" και το "θηλυκό". Δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη λέξη "φύλο" που χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει τον "άντρα" από τη "γυναίκα". Το γένος και η ερμηνείες του τί συνιστά αρσενικό και θηλυκό διαφέρουν κατά πολύ από κουλτούρα σε κουλτούρα, από κοινότητα σε κοινότητα. Το ενδιαφέρον μας για το γένος επικεντρώνεται κυρίως στο πως οι διακρίσεις του επιρρεάζουν τη διανομή ισχύος, τις οικονομικές σχέσεις και τις κοινωνικές διακρίσεις. Πρόκειται για σημαντικές μεταβλητές που επιρρεάζουν τις κοινότητες, και τη φύση της δουλειάς του κάθε κινητοποιητή. Ένας κινητοποιητής πρέπει (ως μέρος της προυπόθεσης του να ενημερωθεί για μια κοινότητα) να καταλάβει ποιές αξίες, συμπεριφορές και αντιλήψεις είναι κοινές ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας. Ένας κινητοποιητής πρέπει ακόμη να εργάζεται με σκοπό τη μείωση άδικων πολιτικών και οικονομικών διαφορών ανάμεσα στα φύλα, ως σημαντικό στοιχείο της κοινοτικής ενδυνάμωσης. Βλέπε την εκπαιδευτική ενότητα για το Γένος. Βλέπε ακόμη: Ηλικία, Φυλή και Φύλο. বাংলা : লিঙ্গ, Bahasa Indonesia: gender, Català: gènere, Deutsch: gender, Ελληνικά: γένος, English: gender, Español: género, Euskera: generoa, Ewe: iseda, Filipino/Tagalog: pangkasarian o kasarian, Français: genre, Galego: xénero, Italiano: genere, 日本語: ジェンダー, Kiswahili: ujinsia, Malay: gender, Português: género, Română: gen, Somali: Jandar, Srpski: pol, తెలుగు: లింగము., Tiên Việt: giới tính, Türkçe: toplumsal cinsiyet, 中文 : 性别问题ΆΓΝΟΙΑ Ένας από τους πέντε μεγαλύτερους παράγοντες της φτώχειας είναι η άγνοια.Για πολλούς, η λέξη άγνοια αποτελεί προσβολή. Αυτό που εννοούμε είναι απλά πως κάποιοι άνθρωποι δεν ξέρουν κάποια πράγματα ∙ αυτό δεν είναι ντροπή. Να γνωρίζετε ακόμη πως η άγνοια και η ηλιθιότητα είναι πολύ διαφορετικά πράγματα. Οι ενήλικες μπορούν να μάθουν, αλλά μην τους φέρεστε σαν παιδιά ή σαν κατώτερους, αλλιώς θα μπλοκάρετε την άρνησή τους. Άγνοια σημαίνει να μην ξέρει κανείς κάτι, ηλιθιότητα σημαίνει να μην είναι ικανός να γνωρίσει κάτι και ανοησία σημαίνει να κάνει ή να μην κάνει κάτι όταν ξέρει πως θα έπρεπε να κάνει το αντίθετο. Η άγνοια, η ηλιθιότητα και η ανοησία είναι πολύ διαφορετικά πράγματα. العربيّة: جهل, বাংলা : অজ্ঞতা, Bahasa Indonesia: kebodohan, Català: ignorància, Deutsch: Unwissenheit, Ελληνικά: αγνοια, English: ignorance, Español: ignorancia, Euskera: ezjakintasuna, Ewe: aimokan, Filipino/Tagalog: kamangmangan, Français: ignorance, Galego: ignorancia, Italiano: ignoranza, 日本語: 無知識, Malay: ketidaktahuan, Português: ignorância, Română: ignoranta, Somali: jaahilnimo, Srpski: neznanje, తెలుగు: అజ్ఞానము, Tiên Việt: sự thiếu hiểu biết, Türkçe: cahillik, 中文 : 无知ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΏ Το να κινητοποιώ σημαίνει να παράγω δραστηριότητα σε μια ομάδα ή κοινότητα. Διέγερση. Όχι ακριβώς το ίδιο όπως η οργάνωση, επειδή πρέπει να υπάρξει δραστηριότητα (άτομα να κινηθούν, να κινητοποιηθούν) προτού μπορέσει να αποκληθεί κινητοποίηση. Μπορεί να αποκληθεί "κινητοποιώ". Παρόμοιο με την κοινωνική ζωοδότηση, μόνο που η ζωοδότηση περιλαμβάνει τόσο την κινητοποίηση όσο και την οργάνωση. Βλέπε: " Δράση." বাংলা : সমবেতন, Bahasa Indonesia: menggerakkan, Català: mobilitzar, Deutsch: mobilisieren, Ελληνικά: κινητοποιώ, English: mobilize, Español: movilización, Euskera: mobilizatu, Ewe: se koriya, Filipino/Tagalog: pagbibigay-buhay, pakilusin, Français: mobilisez, Galego: mobilizar, Italiano: mobilitare, Malay: memobilisasi, Português: mobilizar, Română: a mobiliza, Somali: wacyigelinta, Srpski: mobilizovanje, తెలుగు: సమన్వయ పరచటము, Tiên Việt: vận động, Türkçe: harekete geçirmek, 中文 : 动员ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΤΉΣ Ο κινητοποιητής είναι ένα άτομο που κινητοποιεί, δηλαδή κάνει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους. Κοινωνικός ζωοδότης. Υπεύθυνος ή βοηθός κοινοτικής ανάπτυξης. Κοινοτικός εργαζόμενος. Ακτιβιστής. Προαγωγός της κοινοτικής συμμετοχής. Βλέπε Το να είναι κανείς Κινητοποιητής. العربيّة:شخص বাংলা : সংগঠক, Bahasa Indonesia: penggerak, Català: activista, Deutsch: mobilisieren, activist, Ελληνικά: κινητοποιητής, ακτιβιστής, ζωοδότης, English: animator, mobilizer, activist, Español: activista, Euskera: mobilizatzailea, Ewe: oluse koriya, Filipino/Tagalog: pakilusin, Français: mobilisateur, Galego: activista, Italiano: mobilizer, animatore, attivista, 日本語: 訓練士または助成人, Kiswahili: ramsisha, Malay: pemobilisasi, Português: ativista, Română: mobilizator, Srpski: mobilizer, తెలుగు: సమన్వయ పరిచే వాడు, Tiên Việt: người vận động, Türkçe: harekete geçirici, 中文 : 积极份子, 动员工作者ΧΡΉΜΑ Το χρήμα και ο πλούτος δεν είναι το ίδιο. Το χρήμα είναι ένα πολιτισμικό σύμβολο στο οποίο όλοι πρέπει να πιστεύουν εάν πρόκειται να είναι επιτυχές. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο του πλούτου, ως μέθοδος μεταφοράς ή ανταλλαγής του πλούτου και ως ένας τρόπος για να αποθηκευτεί ο πλούτος. (Βλέπε: " πλούτος", και Αρχές του Πλούτου). Το χρήμα δεν είναι πλούτος. বাংলা : টাকা, Bahasa Indonesia: uang, Català: diners, Deutsch: geld, Ελληνικά: χρήμα, English: money, Español: dinero, Euskera: dirua, Ewe: owo, Filipino/Tagalog: pera, Français: argent, Galego: diñeiro, Italiano: denaro, 日本語: 金銭, Malay: wang, Português: dinheiro, Română: bani, Somali: lacag, Srpski: pare, తెలుగు: డబ్బు, Tiên Việt: tiền bạc, Türkçe: para, 中文 : 金钱ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΆ ΜΑΝΙΤΑΡΙΏΝ "Πώς καλλιεργείς μανιτάρια; Τα διατηρείς στο σκοτάδι και τα ταίζεις κοπριά αγελάδας". Αυτή είναι μια "λαϊκή" φράση που σημαίνει το αντίθετο από την διαφάνεια. Συνήθως, χρησιμοποιείται μια πιο αγενής φράση για τα αγελαδινά περιττώματα αντί για το "κοπριά αγελάδας". বাংলা : মাশরুম পরিচর্যা, Bahasa Indonesia: pengobatan jamur, Català: conreu de bolets, Deutsch: pilzaufzucht, Ελληνικά: συμπεριφορά μανιταριών, English: mushroom treatment, Español: setas, cultivo de setas, Euskera: onddoaren tratamendua, Ewe: hihu iwa bi olu, Filipino/Tagalog: tratong kabuti, Français: champignon, traitement de champignon, Galego: o cultivo do champiñón, Italiano: oscurità, 日本語: マッシュルーム扱い, Malay: pengendalian cendawan, Português: tratamento de cogumelo, Română: "cultivarea" ciupercilor, Srpski: pečurski tretman, తెలుగు: పుట్ట గొడుగు చికిత్స, Tiên Việt: cách đối xử với nấm Türkçe: mantar muamelesi, 中文 : 蘑菇式处理ΦΤΏΧΕΙΑ Η φτώχεια είναι περισσότερα από την έλλειψη χρημάτων και εισοδήματος, περισσότερα από την έλλειψη πρόσβασης σε εγκαταστάσεις και υπηρεσίες, όπως σύστημα ύδρευσης, δρόμοι, εκπαίδευση ή κλινικές. Είναι το αποτέλεσμα του "πνεύματος φτώχειας", δηλαδή μιας απελπιστικής αντιμετώπισης, μιας άγνοιας των διαθέσιμων πόρων, μιας εξάρτησης από τους άλλους, έλλειψης αυτοπεποίθησης, αποθάρρυνσης, έλλειψης ικανοτήτων, έλλειψης εμπιστοσύνης, έλλειψης ακεραιότητας και έλλειψης ενός αποτελεσματικού οργανισμού συντήρησης ∙ εν συντομία, έλλειψης καλής διοίκησης. Βλέπε: Παράγοντες της Φτώχειας. Η φτώχεια είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα και χρειάζεται μια κοινωνική λύση ∙ η φτώχεια δεν είναι απλά η έλλειψη εσοδήματος μιας ομάδας ατόμων. Η φτώχεια μπορεί να μειωθεί μέσω της οργάνωσης και της καθοδήγησης φτωχών ανθρώπων ώστε να βοηθήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους, και με το να γίνουν δυνατότεροι. ( ενδυνάμωση), που θα προκύψει αν αγωνιστούν και αν ανταποκριθούν σε προκλήσεις. Άρα, η εξάλειψη της φτώχειας απαιτεί σταθερή βελτίωση της διοίκησης. বাংলা : দরিদ্রতা, Bahasa Indonesia: kemiskinan, Català: pobresa, Deutsch: Armut, Ελληνικά: φτώχεια, English: poverty, Español: pobreza, Euskera: txirotasuna, Ewe: osi, Filipino: Kahirapan, Français: pauvreté, Galego: pobreza, Italiano: povertà, 日本語: 貧困, Malay: kemiskinan, Português: pobreza, Română: saracie, Somali: faqri, Srpski: siromaštvo, తెలుగు: పేదరికము, Tiên Việt: sự nghèo đói, Türkçe: yoksulluk, 中文 : 贫穷ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΌΣ ΤΗΣ ΦΤΏΧΕΙΑΣ Η λέξη "κατευνασμός" σημαίνει την προσωρινή άρση του πόνου και της δυσφορίας. Το να δίνουμε χρήματα στους φτωχούς δεν θέτει τέλος στη φτώχεια. Ως κινητοποιητές, αφοσιωμένοι στην καταπολέμηση των αιτιών και όχι των συμπτωμάτων της φτώχειας, αποφεύγουμε αυτή την προσέγγιση (απλός κατευνασμός μέσω της απόδοσης χρημάτων). বাংলা : দারিদ্র উপশম, Bahasa Indonesia: meringankan kemiskinan, Català: alleujament de la pobresa, Deutsch: Armutslinderung, Ελληνικά: κατευνασμός της φτώχειας, English: poverty alleviation, Español: alivio de la pobreza, Euskera: txirotasuna arintzea, Filipino: pagpapawi sa kahirapan, Français: allégement de pauvreté, Galego: alivio da pobreza, Italiano: alleviare la povertà, 日本語: 貧困の軽減, Malay: peringanan kemiskinan, Português: alívio de pobreza, Română: alinarea saraciei, Somali: yareynta faqriga, Srpski: ublažavanje siromaštva, తెలుగు: పేదరిక ఉపశమనము, Tiên Việt: xoá đói giảm nghèo, Türkçe: yoksulluğun yatıştırılmasıi, 中文 : 减轻贫穷ΕΞΆΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΦΤΏΧΕΙΑΣ Ως κινητοποιητές, εργαζόμαστε προς την εξάλειψη του κοινωνικού προβλήματος της φτώχειας, αναλύοντας τα αίτιά της και κάνοντας βήματα προς την αντιμετώπιση και αφαίρεση αυτών των αιτιών. Εφ όσον η φτώχεια είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα, η λύση στο πρόβλημα αυτό είναι κοινωνική. Δύο συμπληρωματικές προσεγγίσεις για την εξάλειψη της φτώχειας (κοινοτικής και ατομικής) βρίσκονται σε δύο συμπληρωματικές ενότητες: Κύκλος της Κοινοτικής Κινητοποίησης, και, Σχέδιο για την Δημιουργία Εισοδήματος. বাংলা : দারিদ্র্য দূরিকরণ, Bahasa Indonesia: eradikasi kemiskinan, Català: eliminació de la pobresa, Deutsch: Armutsbeseitigung, Ελληνικά: εξάλειψη φτώχειας, English: poverty eradication, Español: erradicación de la pobreza, Euskera: txirotasuna ezbatzea, Ewe: sise imukuro osi, Filipino: pagpuksa sa kahirapan, Français: extirpation de pauvreté, Galego: erradicaciónda pobreza, Italiano: eradicamento della povertà, 日本語: 貧困の撲滅, Malay: penghapusan kemiskinan, Português: erradicação de pobreza, Română: eradicarea saraciei, Somali: ciribtirka faqriga, Srpski: otklanjanje siromaštva, తెలుగు: పేదరికము నిర్మూలనము, Tiên Việt: xoá triệt để cái nghèo, Türkçe: yoksulluğun azaltılması, 中文 : 彻底消除贫穷ΜΕΊΩΣΗ ΤΗΣ ΦΤΏΧΕΙΑΣ Η λέξη "μειωση" σημαίνει να κάνεις κάτι μικρότερο. Βλέπε: Αρχές της Κοινοτικής Ενδυνάμωσης. Σε αντίθεση με τον "κατευνασμό" που θεραπεύει προσωρινά τα συμπτώματα της φτώχειας, η μείωση θεωρείται σωστό βήμα στην πορεία προς την εξάλειψη. বাংলা : দারিদ্র বিমোচন, Bahasa Indonesia: mengurangi kemiskinan, Català: reducció de la pobresa, Deutsch: Armutsreduzierung, Ελληνικά: μείωση φτώχειας, English: poverty reduction, Español: reducción de la pobreza, Euskera: txirotasuna murriztea, Filipino: Pagbabawas sa Kahirapan, Français: réduction de pauvreté, Galego: redución da pobreza, Italiano: riduzione della povertà, 日本語: 貧困の減少, Malay: pengurangan kemiskinan, Português: redução de pobreza, Română: reducerea saracie, Somali: ciribtirka faqriga, Srpski: smanjenje siromaštva, తెలుగు: పేదరికము తగ్గించటము, Tiên Việt: giảm bớt nghèo đói, Türkçe: yoksulluğun azaltılması, 中文 : 減少贫穷ΘΕΜΕΛΙΏΔΗΣ ΙΑΤΡΙΚΉ ΠΕΡΊΘΑΛΨΗ (ΘΙΑ) Η έννοια της θεμελιώδους ιατρικής περίθαλψης, που προωθείται και υποστηρίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), είναι ένα πακέτο με πολιτικές και πρακτικές που αφορούν ιδιαίτερα τους φτωχούς και τους λαούς των χωρών με χαμηλά εισοδήματα. Οι αρχές αυτού του πακέτου περιλαμβάνουν την απόδοση έμφασης στη χρησιμοποίηση των χρημάτων για την αγορά χαμηλού κόστους ιατρικής φροντίδας για κοινές ασθένειες, που επιρρεάζουν την πλειονότητα του πληθυσμού, παρά να ξοδεύουν τους σπανίζοντες πόρους σε υψηλού κόστους, περίπλοκες (πχ υψηλής τεχνολογίας) θεραπευτικές πρακτικές που ευνοούν μόνο τους πλούσιους. Αναγνωρίζει επίσης πως η πρόληψη είναι πολύ φθηνότερη από την θεραπεία, ότι οδηγεί σε μικρότερη θνησιμότητα (ποσοστά θανάτων) και νοσηρότητα (ποσοστά ασθενειών), που περιορίζουν την οικονομία, ενώ είναι και πιο ανθρωπιστική. Ενσωματώνει την άποψη πως πολλά άτομα μπορούν να εκπαιδευτούν σε χαμηλά επίπεδα ιατρικών δεξιοτήτων που μπορούν να φτάσουν σε πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, και που μπορούν να αναφέρουν δύσκολες περιπτώσεις σε καλύτερα εκπαιδευμένους επαγγελματίες σε αστικές περιοχές. Η έννοια της ΘΙΑ είναι σημαντική για τους κινητοποιητές σε φτωχές χώρες, καθώς πρέπει να γίνει κατανοητή από όλους, και αποτελεί έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο κατανομής των περιορισμένων πόρων. Η αρχές που βρίσκονται πίσω από τη ΘΙΑ μπορούν να εφαρμοστούν και σε άλλες δραστηριότητες που βασίζονται στην κοινότητα, όπως η κοινωνική εργασία που έχει κοινοτική βάση. Βλέπε το ακρώνυμο: ΘΙΑ. বাংলা : প্রাথমিক স্বাস্থ্য সেবা, Bahasa Indonesia: pelayanan kesehatan primer, Català: atenció sanitària primària, Deutsch: Primäre Gesundheitsversorgung, Ελληνικά: πρωτοβαθμια φροντιδα υγειασ, English: primary health care, Español: atención sanitaria primaria, Euskera: lehen mailako osasun arreta, Ewe: eto iwosan ala-boode, Filipino: pangunahing kalingang pangkalusugan, Français: santé primaire, Galego: atención sanitaria primaria, Italiano: assistenza sanitaria primaria, 日本語: プライマリー・ヘルス・ケア, Malay: penjagaan kesihatan utama, Português: cuidado médico primário, Română: ingrijirea medicala primara, Srpski: osnovna zdravstvena zaštita, తెలుగు: ప్రాధమిక ఆరోగ్య రక్షణ, Tiên Việt: chăm sóc sức khoẻ sơ cấp, Türkçe: birincil sağlık hizmeti, 中文 : 基本医疗保健 sóc sức khoẻ sơ cấpΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΖΩΟΔΌΤΗΣΗ Κοινωνική Ζωοδότηση σημαίνει να δώσεις ζωή, ψυχή ("anima") σε ένα κοινωνικό θεσμό όπως η κοινότητα. Συνήθως αποκαλείται "Ζωοδότηση" (δεν πρέπει να συγχέεται με τον σχεδιασμό κινουμένων σχεδίων - στα αγγλικά, η λέξη animation συμπιπτει νοηματικά με τον σχεδιασμό κιν. σχεδίων, Σ.τ.Μ) Βλέπε: Ζωοδότηση. াংলা : সামাজিক অনুপ্রেরণা, Bahasa Indonesia: animasi sosial, Català: animació social, Deutsch: Soziale Animation, Ελληνικά: κοινωνική ζωοδότηση, English: social animation, Español: animación social, Euskera: gizarte animazioa, Filipino: pagbibigay-buhay panlipunan, Français: animation sociale, Italiano: animazione sociale, 日本語: 社会活発化, 強くする, Malay: animasi sosial, Português: animação social, Română: animare sociala, Pyccкий: Осведомленность, Srpski: animacija, društvena animacija, తెలుగు: జీవనము, Tiên Việt: lòng nhiệt tình xã hội, Türkçe: toplumsal canlandırma, 中文 : 激励社会ΕΝΔΥΝΆΜΩΣΗ Ενδυνάμωση. Αύξηση της δυνατότητας ή της ικανότητας να επιτευχθούν οι στόχοι. Κάνω κάτι δυνατότερο. العربيّة : تقوية , বাংলা : শক্তিশালীকরন, Bahasa Indonesia: memperkuat, Català: enfortiment, Deutsch: die stärkung, Empowerment, Macht, Stärken, Ελληνικά: ανάπτυξη δυνατοτήτων, ενδυνάμωση, δύναμη, English: strengthening, capacity development, empowerment, power, Español: capacidad, potenciación, Euskera: indartzea, Ewe: fifun ni lokun, Filipino: pagpapalakas, Français: capacité, empowerment, हिन्दी : षमता विकास अधिकारिकरण, Italiano: rafforzamento, empowerment, 日本語: 強くする, Kiswahili: kujengea uwezo, Malay: menguatkan, Português: capacidade, desenvolvimento de capacidade, fortalecendo, Română: dezvoltarea capacitatii, intarire, Pyccкий: Рaзвития, Somali: xoojinta, Srpski: osnaživati, తెలుగు: బలకరము చేయుట, ไทย: การเพิ่มความเข้มแข็ง, Tiên Việt: tăng cường Türkçe: kuvvetlendirme, 中文 : 提升力量──»«──Εάν βρήκατε μια λέξη που σχετίζεται με την κοινοτική παροχή εξουσιοδότησης και χρειάζεται συζήτηση, γράψτε μας.Αν αντιγράφετε κείμενο από αυτή την τοποθεσία, αναφέρετε τους συντάκτες |
Κεντρική σελίδα |
Προετοιμάζοντας |